Από τον Κωνσταντίνο Προυντζόπουλο (*)
Που βρίσκεται το όριο και πότε η σχέση τροφής – συναισθήματος γίνεται πραγματικά μη λειτουργική;
Πολύ συχνά συζητάμε για τη συναισθηματική κατανάλωση του φαγητού και για το πόσο σημαντικό είναι να την σταματήσουμε, να βρούμε τρόπους να την εξαφανίσουμε, καθώς και για το πώς αυτή συνδέεται με διάφορα προβλήματα υγείας και κυρίως με το υπερβάλλον σωματικό βάρος ή και διαταραχές πρόσληψης τροφής. Το ερώτημα που αξίζει να σταθούμε είναι: σε ποιο σημείο η συναισθηματική κατανάλωση φαγητού γίνεται πραγματικά προβληματική; Και ακόμη περισσότερο, είναι ποτέ δυνατόν η εμπειρία του φαγητού να μην είναι και συναισθηματική; Στις παρακάτω ενότητες θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις διαφορετικές διαστάσεις και τους ορισμούς της συναισθηματικής κατανάλωσης φαγητού.
Η εμπειρία της κατανάλωσης τροφής
Η κατανάλωση φαγητού είναι μια πολυεπίπεδη εμπειρία που κινητοποιεί ολόκληρο τον οργανισμό. Το σώμα μας προετοιμάζεται για την αναζήτηση και κατανάλωση τροφής μέσα από σκέψεις, σήματα στο γαστρεντερικό, όπως το γνώριμο τράβηγμα στο στομάχι, και συνεχίζει μέχρι τον κορεσμό, την απορρόφηση και την αξιοποίηση της τροφής. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, ο εγκέφαλος, το γαστρεντερικό μας σύστημα και ο λιπώδης ιστός συνεργάζονται και επικοινωνούν μεταξύ τους, οργανώνοντας τη συμπεριφορά μας.
Αυτά τα συστήματα, όμως, δεν λειτουργούν ποτέ απομονωμένα από το περιβάλλον μας. Εξωτερικά ερεθίσματα, όπως η όψη και η μυρωδιά του φαγητού, αλλά και λιγότερο προφανή σήματα, όπως μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας ή η συνήθεια να τρώμε βλέποντας την αγαπημένη μας σειρά, επηρεάζουν τον τρόπο που τρώμε και ολοκληρώνουμε τη διατροφική μας συμπεριφορά. Σε κάθε βήμα αυτής της διαδικασίας, τα συναισθήματα παίζουν ρόλο. Λειτουργούν ως σήματα, ως απαντήσεις, χρωματίζουν τις εμπειρίες μας και συνδέονται με τις αναμνήσεις μας. Η γεύση και η μυρωδιά μπορούν να γίνουν ενεργοποιητές της μνήμης και να ξυπνήσουν ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη μυρωδιά ενός αγαπημένου φαγητού στο σπίτι της γιαγιάς σας· μια εμπειρία που μένει ανεξίτηλα στη μνήμη, φορτισμένη με συναίσθημα.
Τα συναισθήματα και η διάθεσή μας επηρεάζουν επίσης την αναζήτηση τροφής. Μια δυσάρεστη εμπειρία ή μια παρατεταμένη κακή διάθεση μπορεί να οδηγήσει σε διάφορους τρόπους διαχείρισης, μερικές φορές και μέσω της τροφής. Όταν αυτός ο τρόπος επαναλαμβάνεται έντονα και συστηματικά, μπορεί να αρχίσει να παίρνει προβληματική διάσταση.
Η συναισθηματική διάσταση της τροφής
Η τροφή, από τη φύση της, προκαλεί συναισθήματα και ταυτόχρονα την προσεγγίζουμε με συναισθηματικό τρόπο. Όλοι, σε κάποιο σημείο της ζωής μας, έχουμε στραφεί προς το φαγητό για να βρούμε ανακούφιση, είτε από άγχος είτε από λύπη είτε ακόμη και από ανία. Αυτή η στρατηγική διαχείρισης, όμως, μπορεί να γίνει προβληματική όταν κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα δυσάρεστο συναίσθημα χρησιμοποιούμε αποκλειστικά την τροφή για να το κατευνάσουμε ή να το αποφύγουμε.
Η ισορροπία μεταξύ σωματικής πείνας και συναισθηματικής επιθυμίας είναι κρίσιμη. Όταν οι επιλογές μας γίνονται συχνά εκτός των φυσιολογικών σημάτων πείνας και κορεσμού, μπορεί να οδηγηθούμε στην κατανάλωση περισσότερης τροφής από όση πραγματικά χρειαζόμαστε. Φυσικά, μέρος μιας υγιούς σχέσης με το φαγητό είναι και η κατανάλωση για απόλαυση, όμως η συναισθηματική υπερκατανάλωση διαφοροποιείται. Σε αυτή την περίπτωση, το φαγητό χρησιμοποιείται ως εργαλείο διαχείρισης χωρίς να λύνει το πρόβλημα στη ρίζα του. Είναι σαν να σκουπίζουμε το πάτωμα βάζοντας τη σκόνη κάτω από το χαλί· η ένταση των συναισθημάτων παραμένει, απλώς καλύπτεται προσωρινά.
Η έννοια του «συναισθηματικού φαγητού»
Όταν ακούμε τον όρο «συναισθηματική κατανάλωση φαγητού», πολύ συχνά τον συνδέουμε με κάτι παθολογικό. Η φράση δημιουργεί την εντύπωση πως πρόκειται για μια κατάσταση που «έχεις ή δεν έχεις» και που, αν την έχεις, πρέπει οπωσδήποτε να τη λύσεις. Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι διχοτομικός και μπορεί να μας απομακρύνει από μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση αποδοχής. Στην πραγματικότητα, όλοι καταναλώνουμε φαγητό, βιώνοντας παράλληλα συναισθήματα και αυτό είναι ένα κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας. Το ζήτημα δεν βρίσκεται στην ίδια την σύνδεση φαγητού και συναισθήματος, αλλά στον τρόπο που η τροφή μπορεί να γίνει το μοναδικό μας μέσο διαχείρισης. Όσο περισσότερο αντιλαμβανόμαστε τη συναισθηματική κατανάλωση ως «κακό» που πρέπει να εξαλειφθεί, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να τη δούμε με κατανόηση και να μάθουμε από αυτήν.
Μήπως η ορολογία που χρησιμοποιούμε είναι λανθασμένη;
Το πώς ονομάζουμε ένα φαινόμενο διαμορφώνει και τον τρόπο που το καταλαβαίνουμε. Ο όρος “emotional eating” στη διεθνή βιβλιογραφία —και η ελληνική απόδοση «συναισθηματική κατανάλωση τροφής»— περιγράφει κάτι τόσο ευρύ, που τελικά γίνεται παραπλανητικό. Κάτω από την ίδια ομπρέλα χωράει η απόλαυση ενός γεύματος με φίλους, η ανακούφιση μετά από μια δύσκολη μέρα, αλλά και η επίμονη χρήση της τροφής ως μοναδικού τρόπου αποφόρτισης. Όταν όλα αυτά τα βάζουμε κάτω από έναν ορισμό, παθολογικοποιούμε μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία και οδηγούμαστε σε μια διχοτομική σκέψη του τύπου «το έχω/δεν το έχω» και «τι κάνω για να το λύσω», αντί να βλέπουμε το συνεχές, το πλαίσιο και τη λειτουργία της συμπεριφοράς.
Χρήσιμο είναι να μιλάμε πιο συγκεκριμένα για αυτό που όντως συμβαίνει. Όταν η τροφή χρησιμοποιείται κυρίως ως μέσο ρύθμισης της εσωτερικής έντασης, όταν δηλαδή τρώμε πρωτίστως για να μειώσουμε το άγχος, τη λύπη ή την ανία, και αυτό γίνεται συχνά, επίμονα και σε βάρος των σημάτων του σώματός μας, τότε κάνουμε λόγω για ρύθμιση συναισθήματος μέσω τροφής. Η διατύπωση ίσως είναι περισσότερο κατάλληλη και περιγραφική και μας επιτρέπει να δούμε πιο καθαρά πότε η στρατηγική αυτή μας απομακρύνει από τις ανάγκες μας και πότε απλώς συνυπάρχει φυσιολογικά με την απόλαυση.
Χρησιμοποιώντας πιο κατάλληλες λέξεις αλλάζει και ο τρόπος που προσεγγίζουμε τις έννοιες. Ο στόχος δεν είναι να «εξαλείψουμε» το συναίσθημα από το φαγητό, αλλά να πολλαπλασιάσουμε τους τρόπους βίωσης των συναισθημάτων: να μπορούμε να τρώμε για απόλαυση και σύνδεση και, παράλληλα, να διαθέτουμε κι άλλα εργαλεία κατανόησης και λειτουργίας όταν η έντασή μας ανεβαίνει. Όταν ονομάζουμε με ακρίβεια αυτό που ζούμε, μειώνεται η ντροπή, ανοίγει ένας χώρος για περιέργεια και μαθαίνουμε να ακούμε καλύτερα το σώμα και τις ανάγκες μας.
Ο ρόλος του στίγματος
Μια ακόμη διάσταση που περιπλέκει τη σχέση μας με το φαγητό είναι το στίγμα. Το στίγμα γύρω από το σώμα, το βάρος αλλά και τη συναισθηματική κατανάλωση φαγητού δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο. Η αίσθηση ενοχής, τα αρνητικά συναισθήματα και οι λιγότερο αποτελεσματικοί μηχανισμοί διαχείρισης συντηρούν και ενισχύουν το πρόβλημα. Όσο περισσότερο στιγματίζουμε αυτές τις συμπεριφορές, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να τις αναγνωρίσουμε χωρίς ενοχή και να τις αντιμετωπίσουμε με έναν πιο λειτουργικό τρόπο. Όπως ελπίζω να είναι φανερό σε αυτό το άρθρο, ακόμη και οι λέξεις που χρησιμοποιούμε, μπορούν να λειτουργούν στιγματιστικά.
Συμπεράσματα
Η κατανάλωση τροφής δεν μπορεί να αποκοπεί από τη συναισθηματική μας πραγματικότητα. Είναι φυσιολογικό και ανθρώπινο να τρώμε έχοντας συναισθήματα. Το ζητούμενο δεν είναι να εξαφανίσουμε αυτή τη διάσταση, αλλά να κατανοήσουμε πότε γίνεται μη λειτουργική και πώς μπορούμε να τη διαχειριστούμε χωρίς ενοχή και χωρίς στίγμα. Αν συνεχίσουμε να προσπαθούμε να αποκόψουμε το φαγητό από τα συναισθήματά μας, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να ενοχοποιούμε μια συμπεριφορά που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας.
Το να είμαστε ανοιχτοί, με αποδοχή απέναντι στις εμπειρίες μας, μπορεί να μας οδηγήσει σε μεγαλύτερη επίγνωση. Η παρατήρηση της σχέσης μας με το φαγητό, χωρίς ενοχές και χωρίς στίγμα, γίνεται ένας δρόμος μάθησης και κατανόησης του εαυτού μας. Έτσι μπορούμε να εξερευνήσουμε νέα μονοπάτια, όχι μόνο στη διατροφική μας συμπεριφορά, αλλά και στον τρόπο που σχετιζόμαστε με τα συναισθήματά μας και τελικά με τη ζωή μας συνολικά.
Τέλος, είναι σημαντικό να αποφεύγουμε να βάζουμε ταμπέλες στην εμπειρία μας, διαβάζοντας ένα άρθρο ή βλέποντας ένα βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν έχουμε προβληματισμούς ή θέλουμε να διερευνήσουμε και να βελτιώσουμε την σχέση μας με το φαγητό, μπορούμε να αναζητήσουμε βοήθεια από επαγγελματίες του κλάδου της διατροφής , Διαιτολόγο – Διατροφολόγο και από επαγγελματίες του κλάδου της ψυχικής υγείας, Ψυχολόγο.
(*) Κωνσταντίνος Προυντζόπουλος-Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
Απόφοιτος Χαροκοπείου Παν/μίου, MSc Συμβουλευτική ΕΚΠΑ
Τηλ: 6945127790– myeverdietitian@gmail.com