Η Βικτώρια Μακρή γεννήθηκε στην Πάτρα και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου συνεχίζει να κατοικεί. Άρχισε ν΄ ασχολείται με το γράψιμο κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Πολυτεχνείο. Έχει γράψει στίχους οι οποίοι έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Μαμαγκάκη και την Καλλιόπη Τσουπάκη, διηγήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και συνεργάζεται με ηλεκτρονικά έντυπα λογοτεχνικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος (από το βιογραφικό της Βικτώριας Μακρή).
ΕΡ. Κυρία Μακρή γεννηθήκατε στην Πάτρα και μεγαλώσατε στην Αθήνα. Κρατάτε κάποιες επαφές με τη γενέτειρα πόλη σας;
ΑΠ. H επαφή που κρατάω με την Πάτρα είναι ψυχική. Έφυγα δύο χρονών από κει κι έκτοτε επέστρεφα τα καλοκαίρια όσο ζούσε η γιαγιά μου. Μετά το θάνατό της, μετά και το θάνατο όλων των θείων μου, πλέον η Πάτρα για μένα είναι ένα ταξίδι που αποφεύγω να κάνω, γιατί εκεί τώρα πια απουσιάζουν οι αγαπημένοι μου. Σχετικά πρόσφατα έχασα και τον πατέρα μου. Δεν νομίζω ότι θα μπορέσω να ξαναπάω στα Ψηλά Αλώνια χωρίς τον πατέρα μου… Η Πάτρα συγκαταλέγεται στις πόλεις που πάντα θα αναφέρω στα βιβλία μου, ως τις πλέον ξεχωριστές στην καρδιά μου.
ΕΡ. Ποια ήταν το πρώτα λογοτεχνικά σας αναγνώσματα;
ΑΠ. Ήταν η Ανάσταση του Τολστόι. Μικρό κοριτσάκι, με την Τζέιν Έιρ και τις Μικρές Κυρίες ακόμα στη βιβλιοθήκη μου, βρέθηκα ξαφνικά μια μέρα να κρατάω στα χέρια την Ανάσταση, δώρο ενός συγγενούς μου. Διάβασα το βιβλίο σε μερικές ώρες, και θυμάμαι ότι αισθάνθηκα πως μεγάλωσα απότομα, ότι κάποιος με πήρε από το χέρι και από τον κοριτσίστικο ρομαντισμό της εφηβικής λογοτεχνίας μ’ έριξε στα βαθιά, μου έδειξε τη ρωσική λογοτεχνία, έναν δρόμο που δεν έχει επιστροφή. Έκτοτε λάτρεψα τους ρώσους συγγραφείς κι ακόμα νοιώθω δέος για αυτούς.
ΑΠ. Υπήρχε πάντα μέσα μου η αγάπη για τη συγγραφή, μόνο που δεν το είχα πάρει είδηση. Μου άρεσε το σχέδιο, έπιανα τον ραπιντογράφο να σχεδιάσω και το έκανα με όρεξη και μεράκι. Όμως, δεν είχα πιάσει ακόμα μολύβι και χαρτί να γράψω, για να δω ότι αυτό μου αρέσει περισσότερο. Χρειάστηκε να ζήσω κάποιες δυσάρεστες καταστάσεις, για να νοιώσω την ανάγκη να σκύψω το κεφάλι σ’ ένα χαρτί και να βγάλω από μέσα μου αυτά που με βασάνιζαν. Εν ολίγοις, το γράψιμο λειτούργησε κατ’ αρχάς θεραπευτικά, με βοήθησε να «συζητήσω» με τον εαυτό μου, να φτιάξω ιστορίες στις οποίες εξωτερίκευα συναισθήματα και σκέψεις που με έπνιγαν. Μέσα από διηγήματα και στίχους τραγουδιών που στις αρχές έγραφα, ουσιαστικά κατέγραφα βιώματα δικά μου, που αν δεν τα γείωνα με αυτόν τον τρόπο θα με βούρλιζαν. Το γράψιμο είναι λύτρωση.
ΕΡ. Έχετε γράψει στίχους που έχουν μελοποιηθεί και ερμηνευτεί, διηγήματα, δοκίμια και μυθιστορήματα. Ποιο είδος σας εκφράζει περισσότερο;
ΑΠ. Το μυθιστόρημα – αν και ζηλεύω τους ποιητές, γιατί έχουν την έμφυτη ικανότητα σε δυο στίχους να μπορούν να περιγράφουν όσα εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να εκφράσουμε σε πενήντα σελίδες. Είμαι όμως πολυλογού, μου αρέσει να μιλάω, να περιγράφω, να εκφράζομαι, αλλά επειδή ως άνθρωπος, ως χαρακτήρας είμαι κλειστός, αυτή την «πολυλογία» την εκφράζω στα μυθιστορήματά μου. Και όσο πιο μεγάλο βγαίνει ένα βιβλίο μου τόσο χαρούμενη είμαι, ότι, «τι ωραία, μίλησα πολύ, είπα πολλά πράματα από αυτά που ήθελα να πω! τι όμορφα που αισθάνομαι!». Γι’ αυτό αγαπάω πολύ να γράφω μυθιστορήματα, αντί για διηγήματα ή κάτι άλλο. Γιατί οι τριακόσιες και πάρα πάνω άγραφες σελίδες που έχω στη διάθεσή μου να γράψω, ουσιαστικά είναι ένας σιωπηλός ακροατής των σκέψεών μου που κάθεται και με ακούει υπομονετικά.
ΕΡ. Έχετε βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Πως εισπράξατε αυτές τις διακρίσεις;
ΑΠ. Είχα ανάγκη να επικυρωθούν τα γραπτά μου από ξένους ανθρώπους, να δω αν εκτός τους δικούς μου ανθρώπους που έτσι κι αλλιώς επιβραβεύουν για συναισθηματικούς λόγους αυτά που γράφω, με επικυρώνουν κι άλλοι, άρα να εδραιωθεί μέσα μου η πίστη ότι είμαι συγγραφέας, ότι αξίζει να συνεχίσω. Ακόμα δεν είχα ολοκληρώσει το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έστελνα σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς διηγήματά μου και είχα αγωνία για την ανταπόκριση που θα είχαν. Βραβεύονταν, και γινόμουν χαρούμενη. Εντέλει ο κύκλος αυτός με τα διηγήματα έχει προ πολλού κλείσει. Όλα εκείνα τα διηγήματα θα γίνουν βιβλίο το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα κυκλοφορήσει μέσα στο ΄16.
ΑΠ. Στους εσωτερικά ελεύθερους, τους «ανεγκλώβιστους» (δική μου λέξη αυτή), τους γεννημένους ανεξάρτητους ακόμα κι αν βρίσκονται μέσα σε μια φυλακή, αναφέρεται σε αυτούς που δεν κωλώνουν, που δεν μασάνε από τα «κάγκελα» που στήνει η ζωή, το σύστημα και το εγώ, που δεν εγκλωβίζονται στους φόβους, στους πανικούς, στα άγχη, στις αγωνίες, στη δειλία, στην ατολμία, αναφέρεται σε αυτούς που έχουν συνειδητοποιήσει πως, δεν υπάρχει «φυλακή» αν δεν τη χτίσεις μόνος, σε αυτούς που έχουν καταλάβει καλά πως όλα μέσα στο μυαλό μας είναι, και η φυλακή, και η ελευθερία, και το κελί, και η απόδραση. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του, το αν θα εγκλωβιστεί στο φόβο για παράδειγμα, πολλές φορές η επιλογή είναι, ασυνείδητη, όπως επιλογή είναι και να ξεφύγει από αυτόν και να ζήσει εσωτερικά ελεύθερος. Αυτό το βιβλίο το αγαπάω περισσότερο από τα άλλα που έχω γράψει και πιστεύω ότι, όσα κι αν γράψω ακόμα, πάντα αυτό θα το αγαπάω με έναν ιδιαίτερο τρόπο γιατί μέσα από μια μυθιστορηματική αφήγηση δύο ατόμων, ενός περιπτερά και ενός φυλακισμένου, περνάω μια ολόκληρη φιλοσοφία ζωής που με εκφράζει απόλυτα: αυτή της εσωτερικής ελευθερίας.
ΕΡ. Το δεύτερο μυθιστόρημά σας έχει τον τίτλο «CASTA DIVA». Ποια είναι η Casta Diva του βιβλίου σας;
ΑΠ. Είναι η τυφλή Μαρία, που γεννήθηκε χωρίς όραση. Η μαμά της χαϊδευτικά την έλεγε Κάλλας επειδή στα ματάκια της έβλεπε όλη την ομορφιά της μουσικής που την ακούς αλλά δεν την βλέπεις, το βλέμμα της τυφλής κόρης της – έλεγε η μαμά της – ήταν τόσο όμορφο και αγγελικό όσο η φωνή της Μαρίας Κάλλας. Το βιβλίο παρακολουθεί το κοριτσάκι αυτό από μικρό μέχρι που γερνάει και καταγράφει το πώς αντιλαμβάνεται τη ζωή και τον έρωτα μέσα από την εσωτερική όραση. Στην ιστορία αυτή βάζω αρκετά δικά μου βιογραφικά στοιχεία καθώς και φιλενάδων μου, μάλιστα στη μνήμη μιας φίλης μου που «έφυγε» νέα και την έλεγαν Λουΐζα, έδωσα το όνομα Λου σε μια φίλη της τυφλής Μαρίας.
ΕΡ. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά σας με τίτλο «Μια νύχτα με τον Τσέχωφ». Γιατί επιλέξατε τον Τσέχωφ;
ΑΠ. Τον Τσέχωφ δεν τον έχω επιλέξει εγώ, με έχει επιλέξει εκείνος, κατά κάποιο τρόπο. Είναι το δέος που είπα στην πρώτη ερώτηση ότι νοιώθω για τους ρώσους συγγραφείς, αυτό που εισέπραξα διαβάζοντας βιβλία τους. Στη συνείδησή μου ο Τσέχωφ, ο Παπαδιαμάντης και ο Ντοστογιέφσκι, είναι το καντήλι που βοηθάει τη σκέψη μου όταν γράφω να «διακρίνει» καθαρά αυτά που θέλω να εκφράσω.
ΕΡ. Πως συνδέετε την υπόθεση του βιβλίου σας με τον συγγραφέα Τσέχωφ;
ΑΠ. Πέρα από το γεγονός ότι ασχολούμαι με τρεις αδελφές, – μια αναφορά στο συγκεκριμένο θεατρικό του έργο που γίνεται εσκεμμένα ως ελάχιστος φόρος τιμής σε αυτόν τον παγκόσμιο πνευματικό άνθρωπο -, ο Τσέχωφ υπάρχει στο βιβλίο μ’ έναν αδιόρατο και συγχρόνως τρυφερό τρόπο, είναι αυτός στον οποίο θα ήθελε η κεντρική ηρωίδα της ιστορίας, η Μαργιότα, να εξομολογηθεί, να μπορούσε ο Τσέχωφ να υπήρχε ζωντανά μπροστά της και να τον έβλεπε, να του μίλαγε, να άκουγε τις συμβουλές του για όλα τα λάθη που θα του ανέφερε της ζωής της. Κάτι σαν «πνευματικός» δηλαδή, που έχουν αρκετοί άνθρωποι, και στον οποίο καταφεύγουν όταν θέλουν να μιλήσουν, κατά κάποιο τρόπο, κατ’ ευθείαν στην οντότητα…
ΕΡ. «Οι τρεις αδερφές» του Τσέχωφ και οι τρεις αδερφές του βιβλίου σας έχουν κοινά στοιχεία μεταξύ τους;
ΑΠ. Ναι, έχουν, η Μάσα, η Ιρίνα και η Όλγα του Τσέχωφ δάνεισαν στοιχεία του χαρακτήρα τους στη Μαργιότα, στην Άννα και στη Βέλγω του βιβλίου μου. Είναι οι διαχρονικές γυναίκες, αυτές που υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα σε όλα τα μέρη της γης, στη Ρωσία, στην Καισαριανή, στην Τοσκάνη, αυτές που ονειρεύονται ότι ένας έρωτας θα τους απαλλάξει από τα βάσανά τους, που επενδύουν σ’ έναν γάμο την ευτυχία τους και μετά τη χάνουν, αυτές που επίσης ποντάρουν σ’ έναν εραστή ότι θα τις κάνουν να νοιώσουν πληρότητα και απογοητεύονται και πάλι. Είναι οι γυναίκες που σερβίρουν παθητικά στους άντρες ένα ποτό στο σαλόνι, αλλά το ίδιο παθητικά «σερβίρονται» και οι ίδιες απογοήτευση και θλίψη από τη ζωή. Αυτές που περιμένουν από έναν πατέρα, από έναν αδελφό, από έναν σύζυγο να τις οδηγήσει από το εσωτερικό αδιέξοδο στη διέξοδο, χωρίς να έχουν πάρει είδηση ότι και οι άντρες το ίδιο ακριβώς περιμένουν από εμάς τις γυναίκες, να εκφράσουμε τη δύναμή μας και να τους κάνουμε να νοιώσουν ευτυχείς. Ο Τσέχωφ έχει πει μια εκπληκτική κουβέντα: «Ξέρετε τι παρακολουθείτε εσείς οι θεατές σε μια θεατρική παράσταση; Τον ίδιο σας τον εαυτό παρακολουθείτε, μόνο που δεν το ξέρετε, και τον παρακολουθείτε παθητικά. Το θέμα είναι αν θα εξακολουθήσετε να είστε για πάντα παθητικοί θεατές της ίδιας σας της ζωής ή αν κάποια στιγμή πάρετε το ρόλο σας στα σοβαρά και γίνετε πρωταγωνιστές…».
ΑΠ. Ότι σπαταλάμε άπειρα χρόνια από τη ζωή μας με το να ερωτευόμαστε ένα σωρό άντρες – ενώ θα μας αρκούσε κάλλιστα ένας, άντε δύο το πολύ – όταν γύρω μας υπάρχει πόνος και δυστυχία και θα μπορούσαμε να είχαμε ασχοληθεί και με αυτό το θέμα, να προσφέρουμε δηλαδή τη βοήθειά μας για την ανακούφιση της δυστυχίας κάποιων συνανθρώπων μας. Αλλά έχουμε μάθει οι άνθρωποι, άντρες – γυναίκες, να εστιάζουμε στον εαυτό μας, να ασχολούμαστε υπερβολικά με το εγώ μας, με το αν είμαστε ωραίες γκόμενες και ωραίοι γκόμενοι, τη στιγμή που ο πλανήτης κατά πάσα πιθανότητα κινδυνεύει να οδηγηθεί για μία ακόμα φορά στον σκοταδισμό και τον μεσαίωνα, υπάρχει πείνα και αναλφαβητισμός, φτώχεια και εκμετάλλευση. Καλό είναι λοιπόν να ξε-ασχοληθούμε με μας και να καταπιαστούμε και με τους άλλους, με αυτούς που έχουν ανάγκη. Αυτό, το δίνω στο βιβλίο με τον αλκοολισμό στον οποίο οδηγείται η μία από τις τρεις αδελφές, κάτι που οι άλλες αδελφές της δεν το παίρνουν έγκαιρα είδηση ώστε να τη βοηθήσουν όσο το πρόβλημα είναι ακόμα εν τη γενέσει του, γιατί είναι απορροφημένες υπερβολικά από την ερωτική τους ζωή.
ΕΡ. Πάντα, περισσεύει η αγάπη της μιας προς την άλλη και η κάθε είδους στήριξη όποτε χρειάζεται. Πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό στην αληθινή ζωή;
ΑΠ. Συνήθως σε ένα μυθιστόρημα κάποιες καταστάσεις ωραιοποιούνται, πολλές φορές οι συγγραφείς περιγράφουν γεγονότα όχι έτσι όπως συναντώνται στην αληθινή ζωή αλλά έτσι όπως θα άρεσε στους ίδιους να συμβαίνει. Στην ερώτησή σας λοιπόν θα έλεγα πως, όχι, πιστεύω πως στην πραγματικότητα δεν δίνουμε στους άλλους την αγάπη που θα έπρεπε να δώσουμε και ως εκ τούτου δεν εισπράττουμε και από εκείνους το εκατό τοις εκατό της αγάπης τους. Εν τέλει, διαπιστώνουμε πως δεν είναι και τόσο εύκολο πράμα να πεις ότι αγαπάς αληθινά, δυσκολευόμαστε να κάνουμε ανοίγματα καρδιάς ενώ η αγάπη είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, θα έπρεπε να ρέει από μέσα μας ανεμπόδιστα, παρόλα αυτά μας δυσκολεύει. Και μας δυσκολεύει γιατί δεν αφηνόμαστε σε αυτήν, δεν την εμπιστευόμαστε, δεν αγαπάμε με ανιδιοτέλεια, αγαπάμε περιμένοντας ανταλλάγματα, «σου δίνω ενδιαφέρον, δώσε μου και συ κάτι», ναι αλλά αυτό δεν είναι αγάπη, είναι εμπορική συναλλαγή.
ΕΡ. «Αν θες να σ΄ αγαπάνε οι άντρες, να τους δίνεις, μην τους ζητάς» συμβουλεύει η Βέλγω την κατά 5 λεπτά μικρότερη δίδυμη αδερφή της Μαργιότα. Η Βέλγω το εφαρμόζει με τον Ρικάρντο, τι συμβαίνει όμως με τον Τζοβάνι;
ΑΠ. Η Βέλγω το εφαρμόζει αυτό με τον Ρικάρντο, τον εραστή της, του τα δίνει όλα, συναισθηματικά και υλικά, δεν το εφαρμόζει όμως με τον Τζοβάνι, τον άντρα της. Στην Βέλγω περιγράφω τη γυναίκα που είναι πολωμένη στα γεννητικά της όργανα, που κρατάει την ευχαρίστηση σε αυτό το σημείο και δεν τη διαχέει, δεν την απλώνει προς τα πάνω, στην καρδιά. Είναι η γυναίκα που ενδιαφέρεται να είναι αρεστή στον εραστή της και σε αυτόν επενδύει. Ο άντρας της είναι αυτός που την εξασφαλίζει οικονομικά, του είναι μεν ευγνώμων, τον νοιάζεται, στην ασθένειά του ξαγρυπνάει στο προσκεφάλι του, αλλά δεν τον ερωτεύεται. Όλη αυτή η κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα τον ψυχισμό μαρασμό του άντρα της και αργότερα και του δικού της όταν ο εραστής της την παρατάει, γιατί οι εραστές πάντα παρατάτε τις ερωμένες, αλλιώς τι εραστές θα ήσαν, αν τις κρατούσαν μια ζωή θα έμοιαζαν με συζύγους, οπότε δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον για τις γυναίκες που παθιάζονται με τους ερωμένους. Θεωρώ πως στη Βέλγω περιγράφω την πλειονότητα των γυναικών. Δυστυχώς…
ΕΡ. «Ο έρωτας σε παίρνει από τα όριά σου και σε πάει πιο πέρα, σου γνωρίζει την αφοβία και την ελευθερία» γράφετε. Ποιον ορισμό δίνετε στον έρωτα;
ΑΠ. Είναι η ίδια η ζωή ο έρωτας, είναι η ανάσα μας καθώς γεμίζουν με οξυγόνο οι πνεύμονές μας, δεν είναι απαραίτητο να αισθάνεσαι έρωτα για έναν άνθρωπο. Έρωτας είναι η σχέση μας με τον ίδιο μας τον εαυτό, με τους γονείς μας, με τους φίλους, με τους πρόσφυγες που πνίγονται στις θάλασσες, μ’ ένα γραπτό κείμενο για το οποίο ξενυχτάς για να το κάνεις καλύτερο. Έρωτας είναι ό,τι σε κάνει να βγαίνεις από τον εαυτό σου και να δίνεσαι στους άλλους, στους οποιαδήποτε και στο ο,τιδήποτε.
ΑΠ. Τεράστια! Αυτό το έγραψα από προσωπική μου εμπειρία. Αν και είχα χωρίσει μ’ έναν άνθρωπο που δεν τον ήθελα πλέον γιατί μαζί του δεν πέρναγα καλά, για αρκετό καιρό θυμόμουν τα δυσάρεστα που είχα ζήσει μαζί του και δεν μπορούσα να προχωρήσω πάρα πέρα. Τότε κατάλαβα ότι είμαι ακόμα «δεσμευμένη» μαζί του, γιατί με κρατούσαν κοντά του οι άσχημες αναμνήσεις. Μου πήρε χρόνο να το συνειδητοποιήσω αυτό κι όταν εντέλει αποχωρίστηκα τις άσχημες αναμνήσεις μου λυτρώθηκα. Κι αυτό το κατάφερα με τη συγχώρεση. Είπα, «δεν πειράζει, σε συγχωρώ για τη δυστυχία που μου έδωσες, από άγνοια το έκανες, δεν το ήθελες…». Και ξεκόλλησα από τις άσχημες σκέψεις που έκανα γι’ αυτόν και μου μαύριζαν την ψυχή. Η συγχώρεση αποδείχτηκε για μία ακόμα φορά μεγάλη υπόθεση.
ΕΡ. Η ηρωίδα σας Μαργιότα περνάει από «αδέσμευτες» ερωτικές σχέσεις. Κι όμως, η τελική επιθυμία της είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, μια συνηθισμένη ζωή. Όσα κι αν γνωρίσει κι αν ζήσει κάποιος άνθρωπος, στο τέλος, πάντα αναζητά ένα αποκούμπι;
ΑΠ. Κοιτάξτε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήθελα ξεκάθαρα και εντελώς συνειδητά να δώσω το στοιχείο ότι, στα μυθιστορήματα, όχι στα δικά μου, αλλά στην παγκόσμια γενικά και λεγόμενη «γυναικεία λογοτεχνία», ως επί το πλείστον οι ηρωίδες ερωτεύονται έναν ψηλό μελαχρινό με γκριζοπράσινα μάτια και θεληματικό πηγούνι, που έχει λεφτά, ακριβό αμάξι, ξέρει σκι, κάνει ορειβασία, έχει μαύρη ζώνη στο καράτε, έχει κάνα δυο σκυλιά ράτσας (ποτέ αδέσποτα…) και γυμνός μοσχοβολάει ακριβό άρωμα. Το απομυθοποιώ όλο αυτό το σκηνικό – γιατί περί σκηνικού πρόκειται, δεν υφίσταται αυτό στην πραγματικότητα, μέχρι και το Χόλυγουντ έχει πάψει προ πολλού να σκηνοθετεί τέτοιου είδους σενάρια, δεν υπάρχουν αυτά – και βάζω την ηρωίδα μου να δίνεται ψυχικά αλλά και σωματικά σ’ έναν πολύ συνηθισμένο άνθρωπο: έναν άντρα κουρασμένο, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, περίπου άσχημο, που μυρίζει ιδρώτα από την κούραση, που φοράει απλά ρούχα, που είναι πιο κοντός από αυτήν, που η δουλειά του έχει να κάνει με το αποκρουστικό και πεζό χρηματιστήριο. Θέλησα με αυτόν τον τρόπο να πω ένα ευχαριστώ και συγχρόνως μια συγγνώμη σε όλους αυτούς τους άντρες που εμείς οι γυναίκες δεν τους συγκαταλέξαμε στα όνειρά μας, να τους αποκαταστήσω με κάποιο τρόπο, να παραδεχτώ ότι βαθιά μέσα μας σε αυτών την αγκαλιά πέσαμε και όχι στην αγκαλιά κάποιων κακομαθημένων πανέμορφων πλουσιόπαιδων. Πάνω σε αυτό το θέμα έχω επηρεαστεί βαθιά από το τραγούδι των Κατσιμιχαίων «Κορίτσια της συγνώμης», που οι στίχοι του μεταξύ άλλων λένε, «κάτι χλωμές, κάτι χοντρούλες με γυαλιά, που δεν τους ρίχνεις δεύτερη ματιά». Με συγκίνησε το γεγονός ότι κάθισαν κι έγραψαν αυτή την πανέμορφη τρυφερή μπαλάντα αισθανόμενοι άσχημα για όλα εκείνα τα κορίτσια που δεν αξιώθηκαν έναν μεγάλο έρωτα στη ζωή τους επειδή δεν είχαν τις προδιαγραφές της Σίντι Κρόφορντ. Από τα εξαιρετικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας.
ΕΡ. Η ηρωίδα σας Μαργιότα απευθύνεται στον Τσέχωφ μ΄ έναν μονόλογο. Αν εσείς τον είχατε απέναντί σας, τι θα του λέγατε;
ΑΠ. Ότι τον αγαπώ πολύ, ότι γενικά δυσκολεύομαι να αγαπήσω και νοιώθω άσχημα γι’ αυτό, ότι θέλω να φιλήσω τα χέρια του – αυτά που βάσταξαν το μολύβι και έγραψαν τον Βυσσινόκηπο και τον Θείο Βάνια, θα του ζητούσα να με συμβουλέψει, να μου πει μέσα από τη σοφία του τι να κάνω ώστε να μην περιμένω πολλά από τους ανθρώπους και μετά απογοητεύομαι. Θα του έλεγα ότι φοβάμαι πολύ, ότι ο κόσμος μας κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια «επίγεια κόλαση» – είναι ο χαρακτηρισμός που είχε δοθεί στη νήσο Σαχαλίνη, τον τόπο εξορίας επί Τσάρου που έστελναν βαρυποινίτες και πολιτικούς κρατούμενους.
ΑΠ. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Και θα ήταν συνειδητή απόφαση. Θα ήθελα να ξανακάνω τα ίδια λάθη γιατί μέσα από αυτά ωρίμασα, μεγάλωσα. Πάντα θα λέω ότι τα λάθη μου υπήρξαν οι καλύτεροι δάσκαλοί μου.
ΕΡ. Τι θα θέλατε να πείτε ως επίλογο της κουβέντας μας;
ΑΠ. Ο,τι και να σκέφτομαι, το τελευταίο διάστημα πάντα ο νους μου γυρνάει στο Αιγαίο, στα κουφάρια των παιδιών που επιπλέουν… Λυπάμαι πολύ για αυτόν τον κόσμο που στήνει πολέμους και ξεριζώνει ανθρώπους από τον τόπο τους, λυπάμαι πολύ που η «πολιτισμένη» κατά τα άλλα, Ευρώπη, στήνει φράχτες για να μην χαλάσουν οι πρόσφυγες την αμεριμνησία των νοικοκυραίων της Ευρώπης. Δεν βρίσκω κάτι άλλο να πω. Σας ευχαριστώ για τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις.
*** Το βιβλίο «Μια νύχτα με τον Τσέχωφ» της Βικτώριας Μακρή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ