Ο Τάκης Γεράρδης γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1953. Σπούδασε οικονομικά στη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά και δημοσιογραφία στο Frei Universitat Berlin. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία. Από το 1991 μέχρι το 1997 εξέδιδε το μηνιαίο περιοδικό Ο καφές. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί.
Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του Τα κομπολόγια (2015) και Το καμίνι (2016).
ΕΡ. Κύριε Γεράρδη γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στο Αγρίνιο. Πως θυμάστε το Αγρίνιο των παιδικών σας χρόνων και πως το βλέπετε σήμερα;
ΑΠ. Στο Αγρίνιο έζησα μέχρι 11 χρονών. Η οικογένειά μου ήταν φτωχή, ήμασταν και τρία παιδιά, τα μεροκάματα ελάχιστα το 1960. Η μετανάστευση στο εξωτερικό τρόμαζε τους γονείς μου. Έτσι βρεθήκαμε στο Καματερό κι αφού πρώτα παιδευτήκαμε, κατόπιν σιγά- σιγά τακτοποιηθήκαμε σε δικό μας σπίτι. Από το Αγρίνιο των παιδικών μου χρόνων θυμάμαι τη φτώχεια, την προσπάθεια του πατέρα μου να βρίσκει μεροκάματο και της μάνας μου που με τον αργαλειό της προσπαθούσε να συνεισφέρει. Όμως οι φτωχοί στη γειτονιά τη φτώχεια τους αντάλλασσαν. Με δικά τους αποφόρια φτιαχνόταν μια όμορφη κουρελού. Και για πληρωμή έδιναν λίγα όσπρια, λίγο λάδι κι αυτά αν υπήρχαν. Ο πατέρας μας όταν πληρωνόταν πήγαινε και έδινε τα βερεσέδια στον μπακάλη. Και βέβαια θυμάμαι το μαγκάλι, που ένα Γεναριάτικο βράδυ, παρά λίγο να μας δηλητηριάσει ομαδικά. Αλλά εκεί, στο σπίτι στο Αγρίνιο υπήρχε ένα πηγάδι. Και δίπλα του μια τεράστια μουριά που έβγαζε άσπρα μούρα κι ανεβαίναμε τα παιδιά στα ψηλά της κλαριά και τα τινάζαμε κι από κάτω οι γείτονες με σεντόνια να τα μαζεύουν. Και δίπλα από το πηγάδι ένα πελώριο πεύκο με τεράστιο κορμό. Κι οι ρίζες του που ρουφούσαν από το πηγάδι κόντευαν να γκρεμίσουν το σπίτι μας. Και μια Κυριακή ο πολυτεχνίτης πατέρας παρέα με γείτονες έκοψαν το πεύκο με τσεκούρια κι αυτό δεμένο με σχοινιά ξάπλωσε ηττημένο στην αυλή. Κι η αυλή με μιας άδειασε και μεγάλωσε ξαφνικά το σπίτι.
ΑΠ. Δυστυχώς δεν υπάρχει κάτι να με κρατά στο πανέμορφο Αγρίνιο. Μόνο περαστικός και για επαγγελματικούς λόγους το έχω επισκεφτεί. Κρατάω όμως σταθερά την ιδιότροπη προφορά του ΝΙ και του ΛΑΜΔΑ, για να με πειράζουν η Αθηναία σύζυγός μου και τα παιδιά μου.
ΕΡ. Ποια ήταν τα πρώτα λογοτεχνικά σας αναγνώσματα;
ΑΠ. Τα πρώτα μου διαβάσματα άρχισαν στο Καματερό. Παιδικά βιβλία δεν μπήκαν ποτέ στο σπίτι. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο οποίος έγραφε και γράφει αξιόλογα, έφερνε βιβλία για μεγάλους. Θυμάμαι την Πείνα του Χάμσουν, το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, την Ανάσταση του Τολστόι και τα κατά συνθήκην ψεύδη του Νορντάου. Θα ήμουνα 13 με 14 χρονών.
ΕΡ. Μεγαλώνοντας σπουδάσατε οικονομικά και δημοσιογραφία. Πως συμβιβάζονται αυτά τα δυο;
ΑΠ. Τελειώνοντας το εξατάξιο Γυμνάσιο έδωσα εξετάσεις για να έχω σίγουρη αναβολή από το στρατό και πέρασα στην πιο εύκολη σχολή, τη Βιομηχανική Πειραιά. Παράτησα όμως τη φοιτητική μου δραστηριότητα και πήγα για μερικά χρόνια στο Δυτικό Βερολίνο, όπου εκεί βρίσκονταν συγγενείς μου. Πέρασα τις εξετάσεις στο Frei Universitat, όμως κι εκεί δεν ολοκλήρωσα παρόλο που η δημοσιογραφία μου άρεσε. Η Ελλάδα με χούντα, η Γερμανία με έπνιγε. Κατάφερα όμως και πότισα με αυτή την αγάπη το γιο μου κι αυτός τώρα είναι ένας καταξιωμένος δημοσιογράφος.
ΕΡ. Από το 1991 έως το 1997 εξεδίδατε το μηνιαίο περιοδικό «Ο καφές». Τι είδους περιοδικό ήταν;
ΑΠ. Ασχολήθηκα με τον καφέ, το εμπόριο αλλά και την καφετέρια. Για 7 χρόνια είχαμε στήσει με τη σύζυγό μου το Αθηναϊκό Καφενείο στο Πνευματικό Κέντρο δίπλα από τη Νομική, όπου παράλληλα με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες φροντίζαμε για ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις. Εγκαίνια μας έκανε ο μεγάλος Μίκης. Το μεσημέρι παρουσίασε με τη χορωδία Τυπάλδου τα «Τραγούδια για παιδάκια και παιδιά» και το βράδυ «Η Βεατρίκη στην οδό μηδέν» με τη Φαραντούρη. Το περιοδικό «Ο καφές» προέκυψε σαν μια όμορφη ανησυχία δική μου. Έγχρωμο, ιλουστρασιόν, μηνιαίο. Μετά από αυτή την πενταετή μου θητεία εύκολα είχα υλικό για να γράψω το «Καφές, ένα Αραβικό παραμύθι», Τροχαλία και το «Αλφαβητάρι του καφέ», Άλτα Γκράφικο.
ΕΡ. Με τη συγγραφή βιβλίων πότε αρχίσατε ν΄ ασχολείστε;
ΑΠ. Το 1988 κυκλοφόρησα τα ποιήματά μου «Ηφαιστειογενή πετρώματα». Κατόπιν από το 1998 μέχρι το 2000, με την οικονομική άνεση του Αθηναϊκού έγραψα το «Άλογα και φίλιπποι εν δράσει» και τα άλλα δύο τα σχετικά με τον καφέ. Το 2015 ο ΚΕΔΡΟΣ μου έκανε την τιμή να δεχτεί να εκδώσει το μυθιστόρημα «Τα κομπολόγια» κι ακολούθησε το 2016 «Το καμίνι».
ΑΠ. Διηγήματα άρχισα να γράφω πολύ παλιά. Είχα επηρεαστεί σημαντικά από την προσωπικότητα του φίλου μου Μένη Κουμανταρέα, τον οποίο γνώρισα στο Βερολίνο. Στίχους έγραφα και γράφω σαν άσκηση. Τα μυθιστορήματα όμως μου αρέσουν περισσότερο. Είναι μια πλήρης καταγραφή μιας ιδέας που έχει αποτυπωθεί στο συνειδητό και ασυνείδητό μου. Πάντως, αν πάνε κατ’ ευχήν τα πράγματα, τον επόμενο χρόνο θα είμαι ερωτευμένος με τη νουβέλα, που σκοπεύω να δώσω στον ΚΕΔΡΟ.
ΕΡ. Το 2015 εκδόθηκε το βιβλίο σας «Τα κομπολόγια». Σε τι είδους κομπολόγια αναφερόταν;
ΑΠ. Τα κομπολόγια στο βιβλίο ήταν το πάθος του κεντρικού ήρωα. Χωρίς να γνωρίζει πολλά – πολλά είχε αρκετά αξιόλογα στη συλλογή του. Και ένας τοκογλύφος που είχε πεθάνει είχε κι αυτός το ίδιο πάθος, να μαζεύει σπάνια κομπολόγια. Ακόμη κι ένας Λόρδος στο Λονδίνο κι αυτός είχε τρέλα με τα κομπολόγια. Το βιβλίο απλά τα περιγράφει, σαν ένα φόντο απαραίτητο στην καθημερινότητα των προσώπων. Άλλα πράγματα κινούν το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
ΕΡ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας «Το καμίνι». Ο τίτλος του βιβλίου είναι κυριολεκτικός ή μεταφορικός;
ΑΠ. Ο τίτλος είναι μεταφορικός βέβαια. Ας μην αναφερθώ περισσότερο και χαλάσω τη γοητεία των αναγνωστών.
ΑΠ. «Το καμίνι» έχει παρελθόν πολυετές, σε αντίθεση με «Τα κομπολόγια» που γράφτηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ξεκίνησε με τίτλο «Ο συλλέκτης». Το απέρριψα στο δρόμο. Κατόπιν ξαναγράφτηκε με τίτλο «Οι χαμαιλέοντες». Και κατέληξα σε αυτή τη μορφή ασυνείδητα κατά κάποιον τρόπο. Δεν είχα σχεδιάσει κάτι τέτοιο. Απλά αυτή η τελική του μορφή με ικανοποιούσε. Η βασική πηγή έμπνευσης ήταν το ζήτημα της αρχαιοκαπηλίας αλλά και της γνώσης γενικότερα. Πιστεύω πως στα σχολεία αλλά και στη ζωή μας μαθαίνουν λάθος πράγματα. Θέλησα κι εγώ να προσθέσω στην αλήθεια κάποιες άλλες παραμέτρους.
ΑΠ. «Νομίζω πως ήσαστε λίγο υπερβολική στην κρίση σας. Ναι μεν οι αναφορές στη φιλοσοφία και την απόκρυφη γνώση είναι πάρα πολλές – γι αυτό μπήκαν στο τέλος του βιβλίου οι σημειώσεις – όμως και η δράση είναι σημαντική. Δεν λέω αν είναι καλή ή κακή όπως και το ίδιο το βιβλίο. Αυτό θα το κρίνουν όσοι το διαβάσουν. Όμως από τη Σύρο, στην Αθήνα, στο Ακριτζέντο, στη Νεβάδα, στη Λυών και στο Μιλάνο περιπλανώνται, πλανώνται, ερωτεύονται και δολοφονούνται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος».
ΕΡ. Από που αντλήσατε τις πληροφορίες που αναφέρονται στο βιβλίο σας;
ΑΠ. Οι πληροφορίες είναι απαύγασμα διαβασμάτων που κάνω για περισσότερο από 30 χρόνια. Για κάτι πιο συγκεκριμένο είμαι στη διάθεσή σας για να σας παραπέμψω στη σχετική βιβλιογραφία.
ΕΡ. Πόσο χρόνο σας πήρε η έρευνα και η συγγραφή του βιβλίου;
ΑΠ. Το συγκεκριμένο βιβλίο με «παίδεψε» 5,5 χρόνια.
ΕΡ. Στο βιβλίο σας εμπλέκεται η ιστορία, η φιλοσοφία, η αλχημεία. Σε ποια κατηγορία το κατατάσσετε και σε τι είδους αναγνωστικό κοινό απευθύνεται;
ΑΠ. Όταν γράφω δεν καταστρώνω σχέδιο για το ποιος θα με διαβάσει. Και η κατηγοριοποίηση μυθιστορημάτων είναι δύσκολη και αδόκιμη πολλές φορές. Με λίγα λόγια θα έλεγα πως είναι ένα βιβλίο σύγχρονο με δράση καταιγιστική και πολλά σχόλια για τη φιλοσοφία, την Αλχημεία και γενικά τη γνώση που υπάρχει παράλληλα με την καθιερωμένη.
ΕΡ. Αφού σας ευχαριστήσω και σας ευχηθώ καλοτάξιδο το βιβλίο σας, θα σας ζητήσω να κλείσετε με μια δική σας φράση αυτή τη συνέντευξη.
ΑΠ. Η δυσκολότερη ερώτησή σας αυτή! Έχουμε μια σπουδαία πατρίδα. Κουβαλάμε μια βαριά κληρονομιά. Ας αγαπήσουμε κι ας σεβαστούμε τον τόπο μας κι όσα μας άφησαν οι αρχαίοι. Άλλωστε ο ίδιος ήλιος φωτίζει τις πλαγιές και τις ακρογιαλιές μας.
***Το βιβλίο «Το καμίνι» του Τάκη Γεράρδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ