Ο Μιχάλης Τσόχος, αφήνει για αυτούς που ξέρουν, τις κρίσεις για τον προπονητή Μπαρτζώκα και ρίχνει μια ματιά στο αυτοκίνητο, την αγαπημένη ταβέρνα του, την Αθηνά και την Αντριάνα…
Ο Σερ Αλεξ μπήκε στο «Ολντ Τράφορντ» για τελευταία φορά ως προπονητής. Περισσότεροι από 70 χιλιάδες άνθρωποι, ανάμεσα τους όλοι οι παίκτες του και οι αντίπαλοι ποδοσφαιριστές τον χειροκροτούσαν όρθιοι. Ο ίδιος εμφανώς συγκινημένος στην πιο όμορφη και συνάμα δύσκολη στιγμή της καριέρας του, αυτή του αποχωρισμού…
Μόλις δύο ώρες αργότερα ο Γιώργος Μπαρτζώκας, στην παρθενική του συμμετοχή σε ένα Final 4 μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιότερα, αλλά στην ίδια χώρα, έμπαινε στο Ο2 Arena για να γίνει ο πρώτος Ελληνας προπονητής που κατακτά την Ευρωλίγκα.
Όχι δεν παλάβωσα τόσο πολύ, για να αποφανθώ ότι ο Γιώργος Μπαρτζώκας είναι ο Σερ Αλεξ του μπάσκετ. Εχει πολύ δρόμο ακόμη για να μπορέσει να διανοηθεί κάτι τέτοιο, ο πρωταθλητής Ευρώπης Μπαρτζώκας. Είδα όμως αυτές τις δύο εικόνες την Κυριακή με ελάχιστες ώρες διαφορά και θυμήθηκα αυτό που μου είχαν πει για τον Μπαρτζώκα πριν μερικούς μήνες. «Ρε συ αυτός θα μπορούσε πολύ άνετα να είναι προπονητής ποδοσφαίρου. Τόσο πολύ το κατέχει το σπορ. Αν τον ακούσεις να μιλά για τον Σερ Αλεξ και τις διαφορετικές Γιουνάιτεντ που έχει φτιάξει με το πέρασμα των ετών θα μείνεις άφωνος. Αλλα και την γνώση του για το αγγλικό και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο γενικότερα, τις τακτικές αναλύσεις που κάνει στους μεγάλους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Είναι φοβερός, αλλά και κολλημένος με τον Σερ Αλεξ. Τον θαυμάζει πραγματικά».
Ο φίλος που μου τα έλεγε είναι μπασκετικός ρεπόρτερ και για να τον πικάρω του απάντησα. «Ετσι εξηγείται που αυτό το παιδί έφτασε ως εδώ». Η πρώτη μου «γνωριμία» με τον Μπαρτζώκα έγινε πριν μερικά χρόνια όταν ανέλαβε ως πρώτος προπονητής το Μαρούσι. Εκείνη τη σεζόν που απέκλεισε τον ΠΑΟ του Ομπράντοβιτς από τη συνέχεια της Ευρωλίγκα και έχασε με το Μαρούσι την πρόκριση στις οκτώ καλύτερες ομάδες της Ευρωλίγκα για ένα σουτ ήμουν ακόμη διευθυντής στη SportDay. Φώναξα τον Τόλη Κοτζιά (υπεύθυνος τμήματος μπάσκετ) για να μου πει και κυρίως να του ζητήσω να γράψει μία σελίδα για τον Μπαρτζώκα. «Ποιός είναι αυτός ο προπονητής ρε…» τον ρώτησα…
«Μεγάλη ιστορία. Το παιδί αυτό έχει ξεκινήσει από πολύ χαμηλά και θα φτάσει ψηλά. Κάποιες μέρες στο κλειστό του Αμαρουσίου έκανε μέχρι και τον… φύλακα αφού έβαζε το λουκέτο στην πόρτα και κλείδωνε πριν φύγει…» μου απάντησε ο Τόλης.
Αυτό ήταν. Αυτή η ατάκα, αυτή η εκκίνηση της ιστορίας του Γιώργου Μπαρτζώκα μου έμεινε χαραγμένη στη μνήμη. Από τότε κάθε φορά που πήγαινε σε μία ομάδα, Ολύμπια, Πανιώνιο πάντα θυμόμουν την ατάκα του Κοτζιά. Όταν ανακοινώθηκε δε πέρυσι το καλοκαίρι ως διάδοχος του Ιβκοβιτς θυμάμαι να λέω στον Καβαλιεράτο. «Ρε συ, καλό προπονητή πήρατε…». Το λουκέτο στην πόρτα του κλειστού γυμναστηρίου μου έφτανε για να τον θεωρώ τέτοιο. Δεν γίνεται ένας άνθρωπος που ξεκίνησε να προπονεί ομάδες ΕΣΚΑ και που σχεδόν κάθε χρόνο έκανε ένα βήμα προς τα επάνω να μην είναι ικανός. Πάει και τελείωσε.
Ο Μπαρτζώκας άλλωστε είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στον ελληνικό αθλητισμό που έχει κάνει όλη την διαδρομή, όπως συμβαίνει συνήθως στο εξωτερικό. Δεν ήταν παίκτης μεγάλης ομάδας που πήρε εύκολα την πρώτη ευκαιρία για να αποδείξει ότι ήταν ικανός ως προπονητής, δεν πρόλαβε καν να παίξει μπάσκετ αφού στα 22 του εγκατέλειψε την αγωνιστική δράση προδομένος από τα γόνατά του, ήταν όμως ο άνθρωπος που θα έκανε αυτό που αγαπούσε ότι κι’ αν συνέβαινε. Είναι 47 ετών, ο πολύς κόσμος τον μαθαίνει τώρα, ο ίδιος όμως είναι προπονητής 25 χρόνια. Προπονητής ομάδων γειτονιάς, προπονητής ομάδων που δεν είχαν καλά καλά εμφανίσεις για να βάλουν και μετά βοηθός. Τέταρτος, τρίτος, δεύτερος, δίπλα στον Παναγιώτη Γιαννάκη. Και μετά πρώτος προπονητής στην Ολύμπια, στο Μαρούσι, στον Πανιώνιο και τώρα στον Ολυμπιακό πρωταθλητής Ευρώπης. Από τα ανοικτά τσιμεντένια γήπεδα που απαγορεύονταν οι παίκτες του να καρφώσουν γιατί θα ξήλωναν την μπασκέτα, στην Ο2 Arena να σηκώνει το τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης και να ακούει τον τεράστιο Ετορε Μεσίνα να υποκλίνεται στις ικανότητές του.
Υπέροχη, σπουδαία, ανεπανάληπτη, διαδρομή. Ένα ταξίδι που όταν το… ταξιδέψεις ανάποδα, συναντάς πάντα τον ίδιο άνθρωπο. Δεν τον άλλαξε ούτε στο ελάχιστο, το ταξίδι. Σήμερα οδηγεί το ίδιο αυτοκίνητο που οδηγούσε τα τέσσερα πέντε τελευταία χρόνια. Τρώει στην ίδια ταβέρνα, «Ο Βάτραχος», που έτρωγε τα τελευταία 25 χρόνια, βγαίνει με τους ίδιους φίλους που είχε στα παιδικά του χρόνια, ζει με την ίδια γυναίκα, την Αθηνά και λατρεύει την αγαπημένη του κόρη Αντριάνα στην οποία προσπαθεί να αφιερώνει όσο περισσότερο χρόνο του μένει.
Δεν ξέρω αν ο Μπαρτζώκας είναι καλός στο να διδάσκει άμυνα, στο να σχεδιάζει τις επιθέσεις με pick n’ roll, δεν ξέρω αν είναι ο τέλειος κόουτς στο transition game, δεν έχω ιδέα αν το πλεονέκτημά του είναι να φτιάχνει ομάδες που χτυπούν από το ζωγραφιστό, ή σε διαλύουν από την περιφέρεια, αυτά τα ξέρει και θα σας τα πει ο Σκουντής, ο Παπαδογιάννης, ο Παπαθεωδόρου, ο Καβαλιεράτος, ο Ασπρούλιας, οι υπόλοιποι. Δεν ξέρω καν πόσο μεγάλος προπονητής είναι. Δεν μπορώ να τον κρίνω γιατί το σπορ το γνωρίζω ελάχιστα, ο ίδιος πάντως όταν μιλά για τον εαυτό του, ακόμη και στις ελάχιστες στιγμές (ίσως και μοναδική…) που ξεσπάει, όπως μετά την τελευταία νίκη επί της Εφές και την πρόκριση στο Final 4 λέει. «Δεν είμαι ο καλύτερος, αλλά δεν είμαι και άσχετος».
Να σας πω και κάτι, δεν με νοιάζει και τόσο πολύ, πόσο μεγάλος ή τέλειος προπονητής είναι. Μου αρέσει όμως πολύ που ξεκίνησε από τις αλάνες και έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης οδηγώντας το ίδιο αυτοκίνητο, έχοντας τους ίδιους φίλους με τους οποίους έτρωγε στην ίδια ταβέρνα.
Δεν ξέρω πόσο μεγάλος προπονητής είναι ή πόσο μεγαλύτερος θα γίνει, ξέρω όμως ότι είναι ωραίος τύπος…