Η κακή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας αλλά και η κατάσταση της υγείας του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν είναι τα κύρια θέματα που συζητούνται στην Τουρκία αλλά και στους μετανάστες που βρίσκονται σε ολόκληρη την υφήλιο. Από το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης μέχρι τα πανεπιστήμια στην Άγκυρα, αλλά ακόμη και στους δρόμους του Βερολίνου στις συζητήσεις μεταξύ Τούρκων μεταναστών, στρέφονται στην υγεία του Ερντογάν και στην τρισάθλια οικονομία της Τουρκίας.
Οι εργαζόμενοι και τα νοικοκυριά της Τουρκίας υποφέρουν από την ακρίβεια, τον καλπάζοντα πληθωρισμό και τη διαρκή υποτίμηση της τουρκικής λίρας, οι νέοι ανησυχούν καθώς βλέπουν να μην έχουν επαγγελματικές προοπτικές και οι τράπεζες γονατίζουν κάτω από τις αλλεπάλληλες υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η κεντρική τράπεζα και συνήθως στοιχειοθετούν άτυπους ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίων και ανορθόδοξες μεθόδους στήριξης του νομίσματος.
Ο πληθωρισμός έχει κυριολεκτικά συντρίψει την αγοραστική δύναμη των Τούρκων καθώς τα τελευταία χρόνια υπερέβη κάποιες φορές το 100% στην Κωνσταντινούπολη και σε πολλές άλλες μεγάλες πόλεις, ενώ στα τέλη του 2022 έφτασε στο 85% σε όλη την επικράτεια της Τουρκίας. Επισήμως έχει υποχωρήσει κάτω από το 50% τον περασμένο μήνα και συγκεκριμένα στο 43,7%. Αυτό που συμβαίνει στην πράξη, όμως, είναι ότι οι τιμές σχεδόν των πάντων, από τις κατοικίες μέχρι τα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης, έχουν τετραπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Και οι ευθύνες επιρρίπτονται στον Ταγίπ Ερντογάν και στην ανορθόδοξη νομισματική πολιτική που έχει υπαγορεύσει στην Τράπεζα της Τουρκίας να μειώνει διαρκώς τα επιτόκια παρά τον ιλιγγιώδη πληθωρισμό.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η δολαριοποίηση της τουρκικής οικονομίας, η στροφή δηλαδή νοικοκυριών και επιχειρήσεων στο δολάριο με τη μετατροπή των καταθέσεών τους στο αμερικανικό νόμισμα. Ανάμεσα στους ελιγμούς που έχει επιστρατεύσει η κυβέρνηση για να περιορίσει τη ζήτηση για δολάρια ήταν το ανορθόδοξο μέτρο των προστατευμένων καταθέσεων σε τουρκικές λίρες.
Η κυβέρνηση υποσχέθηκε σε όσους θα διατηρούσαν τις καταθέσεις στο τουρκικό νόμισμα για ένα προσυμφωνημένο χρονικό διάστημα πως θα αναπληρώσει το τμήμα της αξίας τους που χάνουν εξαιτίας της υποτίμησης του νομίσματος. Το μέτρο απέφερε κάποια αποτελέσματα στην αρχική εφαρμογή του, καθώς οδήγησε σε αύξηση των καταθέσεων σε λίρες κατά 100 δισ. δολ. μέχρι τις 20 Απριλίου. Από τη στιγμή, όμως, που έληξαν οι προθεσμίες αυτών των λογαριασμών, εκτοξεύθηκε η ζήτηση για δολάρια καθώς οι Τούρκοι προσπαθούν να προστατεύσουν τις αποταμιεύσεις τους.
Έτσι, τις τελευταίες ημέρες και καθώς πλησιάζουν οι εκλογές της 14ης Μαΐου η Τράπεζα της Τουρκίας κάλεσε τις τουρκικές τράπεζες να μην πουλάνε δολάρια σε επιχειρήσεις που δεν έχουν άμεση ανάγκη να πληρώσουν εισαγωγές ή να κάνουν άλλες πληρωμές σε σκληρό νόμισμα. Ζητούμενο να έχουν μεγαλύτερα περιθώρια για να αντεπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση για δολάρια.
Εν τω μεταξύ, οι κάθε λογής ανορθόδοξοι ελιγμοί της κυβέρνησης Ερντογάν, που επιχειρεί να εφαρμόσει το μοντέλο της Κίνας για την ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας, έχουν αποφέρει κάποιους καρπούς φαινομενικά. Στη διάρκεια του περασμένου έτους το ΑΕΠ της Τουρκίας αυξήθηκε κατά 5,6%, αλλά τα στοιχεία προδίδουν πως η μεγάλη τάξη των εργαζομένων δεν έχει επωφεληθεί από αυτήν την οικονομική ανάπτυξη. Τα τελευταία στοιχεία φέρουν το μερίδιο που αντιπροσωπεύουν οι μισθοί και οι ασφαλιστικές εισφορές στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της τουρκικής οικονομίας να μην υπερβαίνει το 26,5% όταν μόλις το 2021 έφτανε στο 30,1%. Βρίσκεται, άλλωστε, σταθερά σε πτωτική πορεία από το 2016, οπότε και ανερχόταν στο 36%.
Αντιθέτως το μερίδιο που αντιπροσωπεύουν τα κέρδη των επιχειρήσεων και οι αποδόσεις κεφαλαίου έχει αυξηθεί στο 54,5% από το 52,5% του 2021. Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές για ανάπτυξη το τρέχον έτος, εκτιμάται πως οι δύο καταστρεπτικοί σεισμοί που έπληξαν τη χώρα τον Φεβρουάριο θα επιβραδύνουν την οικονομία που θα αναπτυχθεί μόλις κατά 2,8% μέσα στο 2023. Και βέβαια το μέτρο στο οποίο κατέφυγε η κυβέρνηση Ερντογάν ήταν μια ακόμη μείωση των επιτοκίων μόλις στο 8,5%, ώστε να περιοριστεί ο αντίκτυπος των καταστροφών στην οικονομία.
Πηγή: BLOOMBERG, REUTERS