«Η άγνωστη δίπλα μου» : Το νέο βιβλίο της Μαρία Κωνσταντούρου
Γεννήθηκα στην Αθήνα, όμως πάντα νιώθω νησιώτισσα και διατυμπανίζω πως είμαι από τη Χίο, το νησί της μητέρας μου. Οι γονείς μου ήταν δυο υπέροχοι άνθρωποι• το καλύτερο πρότυπο που θα μπορούσα να έχω.Τα παιδικά μου χρόνια, ανέμελα κι ευτυχισμένα, με εφοδίασαν με τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής μου. Η περίοδος της εφηβείας μου, γεμάτη υπαρξιακούς προβληματισμούς και αναποτελεσματικές επαναστάσεις, με πέρασε γλυκά κι ανώδυνα στον περίπλοκο κόσμο της αμφισβητούμενης ωριμότητας (από το βιογραφικό της Μαρίας Κωνσταντούρου).
ΕΡ. Μαρία, αν και γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Αθήνα, δηλώνεις νησιώτισσα από τη Χίο. Τι αντιπροσωπεύει για σένα η Χίος;
ΑΠ. Η Χίος είναι η πατρίδα της μαμάς μου και η μαμά μου είναι για μένα τα πάντα. Παρ’ όλο που έχει φύγει εδώ και 26 χρόνια, δεν υπάρχει μέρα που να μην τη σκεφτώ, να μην την αναζητήσω. Ήταν άνθρωπος υπέροχος –το ίδιο και οι παππούδες μου- και όλα αυτά, μαζί με κάποιες ξεθωριασμένες αναμνήσεις, τα έχω συνδυάσει με τη Χίο. Δε θέλω να πω ότι ο μπαμπάς μου, που κι αυτός έχει φύγει εδώ και χρόνια, ήταν λιγότερο αξιοθαύμαστος σαν άνθρωπος, όμως καταλαβαίνω πως έχω πολλά στοιχεία νησιώτισσας. Αυτό που λέμε «προσωπικό ταμπεραμέντο» ταιριάζει περισσότερο με εκείνο των νησιωτών. Γι’ αυτό δηλώνω Χιώτισσα και νιώθω πολύ περήφανη όποτε το λέω.
ΕΡ. Πως ξεκίνησες τη συγγραφή και τι σημαίνει για σένα;
ΑΠ. Θα πω πάλι τα τετριμμένα, πως από μικρή μου άρεσε να γράφω και να διαβάζω. Το ξέρω πως όλοι οι συγγραφείς αυτό λένε, όμως είμαι σίγουρη πως είναι ειλικρινείς. Δεν μπορεί κάποιου να του ήρθε το ταλέντο και η επιθυμία στα ξαφνικά, από το πουθενά. Ωστόσο, παρόλο που έγραφα διάφορα άρθρα και που επί είκοσι πέντε χρόνια εργαζόμουν σαν μεταφράστρια, ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό μου ότι θα μπορούσα να εκδώσω βιβλίο δικό μου. Πάντα οι συγγραφείς ήταν για μένα άνθρωποι που ζούσαν σε έναν δικό τους αγγελικά πλασμένο κόσμο και που οι ίδιοι είχαν υπερβεί την ανθρώπινη διάσταση. Πώς θα μπορούσα εγώ να βρεθώ ανάμεσά τους; Τώρα βέβαια βλέπω πως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Άνθρωποι κανονικοί είναι και αυτοί όπως όλοι. Με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους/μας. Για να επανέλθω στην ερώτησή σου, το 2000 που αντιμετώπιζα κάποια σοβαρά προβλήματα, ένας γιατρός με παρότρυνε να γράψω ένα βιβλίο. Τον άκουσα, το τελείωσα και το έκλεισα σε ένα συρτάρι. Όμως η τύχη το έφερε να πέσει στα χέρια κάποιου εκδότη μέσω γνωστής γνωστού και έτσι ξεκίνησαν όλα. Τι σημαίνει για μένα; Πάρα πολλά. Ευτυχία, ανάγκη, λύτρωση, ψυχοθεραπεία, καθώς και την ικανοποίηση πως προσφέρω κάτι, έστω και μικρό, στον κόσμο που με διαβάζει –ό,τι κι αν είναι αυτό.
ΕΡ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο σου «Η άγνωστη δίπλα μου». Ο τίτλος είναι ρεαλιστικός ή συμβολικός;
ΑΠ. Ρεαλιστικός με συμβολικές προεκτάσεις. Όντως υπάρχει μία άγνωστη δίπλα στην πρωταγωνίστρια, όμως στο πρόσωπό της μπορεί κανείς να αποδώσει πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπινους χαρακτήρες. Είναι πολύ σημαντική η ταυτότητά της που αποκαλύπτεται προς το τέλος του μυθιστορήματος, όμως εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντική είναι και η αντιμετώπισή της από τη βασική ηρωίδα αλλά και τον περίγυρό τους. Θέλω να πω, δεν πρέπει κανείς να σταθεί μόνο στο μυστήριο που κουβαλάει αλλά και στα μηνύματα ζωής που μεταφέρει.
ΑΠ. Η Άγνωστη, σαν χαρακτήρας, είχε κατακτήσει το μυαλό μου εδώ και τρία χρόνια. Έτσι, σχεδόν στα ξαφνικά, είδα κάποια μέρα νοερά τη μορφή της. Όμως δυσκολευόμουν να δημιουργήσω μια ιστορία για να τη βάλω έτσι απλά μέσα. Ήθελα κάτι περισσότερο. Γι’ αυτό την άφηνα να τριγυρνά στις σκέψεις μου μέχρι να ωριμάσει όλη η ιδέα. Ίσως φταίει το ότι τη σκεφτόμουν τόσο πολύ, το ότι έφτιαχνα και απέρριπτα ιστορίες, κι έτσι, υποσυνείδητα θα έλεγα, μία νύχτα ξύπνησα και όλα είχαν πλέον ξεκαθαρίσει. Όλα είχαν μπει στη θέση τους.
ΕΡ. «Όσα πίστευε πως θα την έκαναν ευτυχισμένη τα κατάφερε, αλλά τα προσπέρασε έτσι απλά, κυνηγώντας τον επόμενο στόχο» γράφεις για την Μελίνα. Γιατί οι άνθρωποι δεν στέκονται ν΄ απολαύσουν την επιτυχία τους και βιάζονται για τον επόμενο στόχο;
ΑΠ. Όπως γράφω στη συνέχεια της φράσης που ανέφερες, ίσως να φταίνε όλα αυτά τα τσιτάτα που μας βομβαρδίζουν από την παιδική μας ηλικία. «Όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο», «Όσο πιο ψηλά τόσο πιο καλά», «Μην επαναπαύεσαι ποτέ», «Ο άνθρωπος πρέπει να βάζει διαρκώς στόχους» κοκ. Έχουμε μεγαλώσει με τη νοοτροπία πως πρέπει πάντα να κυνηγάμε κάτι καλύτερο και μας έχουν παραπλανήσει ώστε να επικεντρωνόμαστε στα υλικά αγαθά. Μεγαλύτερο σπίτι, καλύτερο αυτοκίνητο, υψηλότερο μισθό, εντυπωσιακά ρούχα, ανώτερη θέση στη δουλειά και όλα αυτά. Έτσι παλεύουμε μέχρι τελικής πτώσης για να βελτιώσουμε το κοινωνικό μας στάτους και αμελούμε το προσωπικό μας γίγνεσθαι. Παράλληλα τρέχουμε διαρκώς προς τα εκεί που θέλουμε να φτάσουμε και δε στεκόμαστε καθόλου για να απολαύσουμε το πού βρισκόμαστε. Ζούμε για το αύριο και όχι για το τώρα.
ΕΡ. Η Μελίνα αποφάσισε ν΄ εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί σ΄ ένα χωριό των Ιωαννίνων. Πόσο δύσκολο/εύκολο πιστεύεις ότι είναι, να προσαρμοσθεί κάποιος σ΄ αυτόν τον εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής;
ΑΠ. Είναι πολύ δύσκολο αν δεν έχει γίνει η απαραίτητη προετοιμασία. Αν απλώς ακολουθήσουμε μία παρόρμηση χωρίς πρώτα να έχουμε ζυγίσει όλα τα υπέρ και τα κατά. Αντιθέτως, πιστεύω πως είναι αρκετά εύκολο –αρκετά, όχι πολύ- όταν έχουμε ερευνήσει από πριν τις συνθήκες, τις προοπτικές, τις δυσκολίες, όταν έχουμε κάνει κάποια σημαντικά πλάνα και, οπωσδήποτε, όταν έχουμε υποβάλει τον εαυτό μας σε μία σωστή αυτογνωσία.
ΕΡ. «Στρίμωξε στη φωλιά του Νότη τα στραπατσαρισμένα όνειρά της και τα σκέπασε με τα κομμάτια της ψυχής της που ακόμα αιμορραγούσε…» αναφέρεις για την Αναστασία. Ποια συναισθήματα είχαν δημιουργηθεί μέσα της όταν ως παιδί είχε δεχθεί τη μόνιμη σύγκριση και απόρριψη σε σχέση με την αδερφή της;
ΕΡ. Δυο φίλοι βρίσκονται σε απόσταση μετά από κάποια γεγονότα που συνέβησαν. Τελικά, ξαναμιλάνε. «Άλλο αποδοχή και άλλο συγχώρεση, έτσι δεν είναι;» ρωτάς. Εσύ τι πιστεύεις;
ΑΠ. Πιστεύω πως υπάρχει μία δυσδιάκριτη διαφορά σε αυτές τις δύο έννοιες. Συγχωρώ σημαίνει πως δεν κρατώ κακία σε κάποιον που θεωρώ ότι με έβλαψε, αλλά δεν είμαι και υποχρεωμένος να συνεχίζω να τον κρατώ στη ζωή μου. Αποδέχομαι από την άλλη, κατά τη γνώμη μου πάντα, σημαίνει κατανοώ και δίνω την ευκαιρία είτε να επανορθώσει είτε να αποδείξει πως δεν είναι πραγματικά ένοχος.
ΕΡ. «Της άρεσε να πατά γερά στα πόδια της, όμως ήθελε να ξέρει πως υπήρχε κάποιος κοντά της κάποιος που θα τη συγκρατούσε όταν κινδύνευε να γλιστρήσει» περιγράφεις τη Μελίνα. Στα πρώτα λόγια εμφανίζεται αυτάρκης και ανεξάρτητη και στα δεύτερα ανασφαλής. Πως το εξηγείς;
ΑΠ. Δε θα το χαρακτήριζα σαν ανασφάλεια. Είναι απλώς η ανάγκη που έχουμε όλοι να νιώθουμε κάποιον δίπλα μας για να μοιραζόμαστε τα καλά και τα άσχημα. Μπορώ να τα καταφέρω σε όλους τους τομείς, έχω τη δύναμη να αγωνιστώ, ακόμα και να αντέξω μία ήττα, όμως είναι πολύ πιο όμορφο το να νιώθω πως έχω κάποιον δίπλα μου που θα με ακούσει όταν έχω ανάγκη να μιλήσω, θα μου σκουπίσει το δάκρυ όταν θα τρέξει, θα μου πιάσει το χέρι για να μη βαδίζω μόνος μου. Είναι αυτό που πολύ σοφά λένε: «Χαρά μοιρασμένη διπλή χαρά, πόνος μοιρασμένος μισός πόνος». Όχι, δεν είναι ανασφάλεια. Είναι μία απολύτως λογική ανθρώπινη ανάγκη.
ΑΠ. Σαν εικόνα μέσα μου είχα τη Μελίνα πάντα κοντά στην οικογενειακή εστία και πάντα κάτω από την ομπρέλα της γονεϊκής αγάπης. Αντιθέτως, η Ερασμία εγκατέλειψε νωρίς το σπίτι της για να σπουδάσει σε μια μακρινή πόλη κι έτσι ένιωσε και εκμεταλλεύτηκε όλη την ελευθερία που της πρόσφεραν οι καταστάσεις. Στην ουσία δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά στα θέλω τους. Και οι δυο τους θέλουν να ακολουθήσουν το πρότυπο των γονιών τους. Απλώς το ψάχνουν με διαφορετικούς τρόπους. Επίσης, το γεγονός πως η Μελίνα δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τους γονείς τους την έκανε αυτάρκη και δυνατή σαν άνθρωπο ενώ η Ερασμία που εισέπραττε από μακριά τη φροντίδα και την αγάπη τους έγινε πιο ευάλωτη και περισσότερο ανασφαλής.
ΑΠ. Σε εκείνο το σημείο φυσικά η Βαγγελίτσα αστειεύεται με τη φίλη της. Αν με ρωτάς συγκεκριμένα για τη δική της περίπτωση, ναι, είναι έρωτας. Έζησε αρκετά χρόνια μόνη χωρίς να νιώσει αυτή την ανάγκη για συντροφικότητα. Τουλάχιστον χωρίς να τη συνειδητοποιήσει. Τα αισθήματά της, όμως, για τον άντρα που τη συγκίνησε έκαναν την εμφάνισή τους ξαφνικά, όταν αντίκρισε έναν γοητευτικό κύριο που την εξέπληξε. Και όλη αυτή η αγωνία της για το τι θα κάνει και πώς θα ντυθεί δείχνουν άνθρωπο ερωτευμένο, όχι συμβιβασμένο. Γιατί αν κάποιος θέλει απλώς να ικανοποιήσει την ανάγκη του για συντροφικότητα λιγότερο ή περισσότερο θα συμβιβαστεί.
ΕΡ. «Η ζωή δεν σηκώνει διαπραγματεύσεις και συναλλαγές» γράφεις σ΄ ένα σημείο του βιβλίου. Τι εννοείς;
ΑΠ. Πως πρέπει τη ζωή να τη δεχόμαστε όταν δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς όπως μας έρχεται. Με τα καλά και τα κακά της. Δεν έχουμε τη δύναμη ούτε να την καλοπιάσουμε ούτε να την εξαγοράσουμε. Και φυσικά δεν πρέπει να αρνούμαστε κάτι που μας προσφέρει επειδή ελπίζουμε ότι αργότερα θα μας φέρει κάτι ακόμα καλύτερο. Ποτέ δεν ξέρουμε πόσες ευκαιρίες θα μας δώσει. Παίρνουμε όλα τα δώρα της, όμορφα ή άσχημα, και φροντίζουμε να τα αξιοποιήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Τόσο απλά.
ΕΡ. Ο Λεωνίδας ερωτεύεται ότι ερωτεύεται ο Νότης. Ποια ανάγκη του καλύπτει, μήπως ταυτίζεται μαζί του;
ΑΠ. Όχι, δε σκέφτηκα ποτέ κάτι τέτοιο. Καταρχάς μην ξεχνάμε πως στο στενό περιβάλλον ενός χωριού δεν υπάρχουν τόσες ευκαιρίες όσες σε μία πόλη. Το ότι οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν το ίδιο κορίτσι της παρέας τους ήταν εντελώς συμπτωματικό και μάλλον φυσικό επόμενο. Ήταν μία κοπέλα όμορφη, πρόσχαρη και ταλαντούχα που δε θα άφηνε εύκολα αδιάφορο κανέναν. Τη δεύτερη φορά δεν ήταν έρωτας αληθινός. Είχε μόλις ξεπεράσει τα προβλήματά του, ένιωθε την ανάγκη να κάνει μία νέα αρχή και νόμισε πως… Ας μην το πω όμως. Θα αναγκαστώ να αποκαλύψω κάποια πράγματα που δε θέλω.
ΕΡ. Συναντώντας στο βιβλίο την ζωή του Μάνου και της Γιώτας, ως που μπορεί να οδηγήσει η απελπισία του θανάτου έναν ερωτευμένο σύζυγο;
ΑΠ. Εδώ δεν υπάρχει μία στάνταρ απάντηση. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που παίζουν ρόλο σε τέτοιες καταστάσεις. Η δύναμη του χαρακτήρα, το μέγεθος του έρωτα, οι εναλλακτικές που δίνει η κάθε κοινωνία, η στιγμή που θα παρθεί μια απόφαση, η παιδεία του ανθρώπου, τα παιδικά βιώματά του… Το κάθε ένα ξεχωριστά αλλά και όλα μαζί μπορούν να παίξουν από καθοριστικό μέχρι τραγικό ρόλο.
ΕΡ. Ένα φάντασμα πλανάται σε όλο το βιβλίο. Πιστεύεις στα φαντάσματα;
ΑΠ. Η αυθόρμητη απάντησή μου είναι όχι. Ωστόσο θα παραδεχτώ πως δε θα έβαζα και το χέρι μου στη φωτιά για τη μη ύπαρξή τους. Υπάρχουν δοξασίες γι’ αυτά που δεν έχουν αποδειχτεί επιστημονικά, όμως ούτε το αντίθετο έχει αποδειχτεί. Η λογική μου μου λέει πως δεν υπάρχουν. Θα μπορούσα να δεχτώ πως η ψυχή μας μετά τον θάνατό μας ανεβαίνει σε άλλες διαστάσεις, αλλά το να παραμένει εδώ και να τριγυρνά ανάμεσά μας μου φαίνεται ανόητο και ανώφελο. Λένε πως τα φαντάσματα είναι ψυχές που κάτι τους κρατά στη γη. Μία αδικία, μία αγάπη, μία υποχρέωση… Μα όλοι όταν φεύγουν δεν αφήνουν πίσω τους εκκρεμότητες; Δεν αφήνουν ανθρώπους που αγαπούν πολύ; Δεν έχουν υποστεί κάποια αδικία; Με αυτή τη λογική, αν αναλογιστούμε τους θανάτους της τελευταίας χιλιετίας μόνο, τα φαντάσματα θα έπρεπε να είναι πολύ περισσότερα από τους ζωντανούς. Ε, η λογική μου εδώ λέει όχι. Δεν υπάρχουν.
ΕΡ. Τι θα ήθελες να πεις ως επίλογο της κουβέντας μας;
ΑΠ. Επειδή για το βιβλίο είπαμε πολλά, θα περιορίσω τον επίλογό μου σε ένα μεγάλο ευχαριστώ. Ένα ευχαριστώ τόσο σε σένα για τη φιλοξενία και την υπέροχη κουβέντα μας όσο και στους αναγνώστες που μου κάνουν την τιμή να διαβάζουν τα βιβλία μου. Θέλω να ευχηθώ σε όλους σας υγεία, δύναμη και αστείρευτα χαμόγελα και να σας θυμίσω να μην τρέχετε διαρκώς για να φτάσετε κάπου, αλλά να κάνετε μερικές στάσεις για να απολαμβάνετε τα κεκτημένα σας. Το δικαιούμαστε!
*** Το βιβλίο «Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ» της Μαρίας Κωνσταντούρου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ
;