Subscribe Now
Trending News
Τα cookies επιτρέπουν μια σειρά από λειτουργίες που ενισχύουν την εμπειρία σας στo now24.gr. Χρησιμοποιώντας αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies, σύμφωνα με τις οδηγίες μας.
10 Οκτ 2024
Πολιτισμός

Κωνσταντίνος Ρόδης: Η γυναικεία ψυχοσύνθεση είναι πολυπλοκότερη από την ανδρική

Συνέντευξη στη Μαίρη Γκαζιάνη 

Ο Κωνσταντίνος Ρόδης είναι νέος, ωραίος και πολυτάλαντος. Είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, και σεναριογράφος. Τον πρωτογνώρισα κατά τη συμμετοχή του στην ταινία Reaction και τον συνάντησα πάλι σε δυο εξαιρετικές θεατρικές παραστάσεις που παρακολούθησα πρόσφατα. Πρόκειται για τα έργα «Τι με κοιτάς έτσι;» και «Η τραγωδία αλλιώς…», στο πρώτο έχει γράψει το κείμενο σε συνεργασία με τον  Ιωάννη Κυφωνίδη και το έχει σκηνοθετήσει, με πρωταγωνίστρια την Αθηνά Παππά και στο δεύτερο συμμετέχει ως ηθοποιός. Από τη συνομιλία μας διαπίστωσα ότι  πρόκειται γιa έναν άνθρωπο με αυτοπεποίθηση, με επιμονή, με υπομονή, με δύναμη να καλλιεργεί τα όνειρά του ώστε ν΄ ανταποκριθούν στις προσδοκίες του. 

ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Κωνσταντίνε, αυτήν την περίοδο σε συναντάμε σε δυο διαφορετικές θεατρικές παραστάσεις από δυο διαφορετικές θέσεις. Στο έργο «Τι με κοιτάς έτσι;» έχεις γράψει το κείμενο σε συνεργασία με τον Ιωάννη Κυφωνίδη και το έχεις σκηνοθετήσει. Πως προέκυψε η ιδέα του θεατρικού μονολόγου;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΟΔΗΣ: Το  «Τι Με Κοιτάς Έτσι;» βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Το θέμα του έργου είναι μια γυναίκα που πάσχει από μανιοκατάθλιψη, η οποία μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας (πέφτει από το μπαλκόνι του σπιτιού της) μένει καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο και διηγείται την ζωή της. Είναι η ιστορία της μητέρας του Ιωάννη Κυφωνίδη, η οποία δεν επέζησε από την συγκεκριμένη απόπειρα. Αρκετά χρόνια μετά το θάνατό της ο Ιωάννης μου είπε ότι ήθελε να γράψει ένα έργο για την μητέρα του σαν αποχαιρετισμό. Μου διηγήθηκε την ιστορία της και ξεκινήσαμε να γράφουμε κρατώντας κάποια πραγματικά γεγονότα, τα οποία τα διανθίσαμε με αρκετή μυθοπλασία. Στόχος μας δεν ήταν να γράψουμε ένα έργο πεσιμιστικό, αλλά ένα έργο που θα είναι γεμάτο θέληση για ζωή. Έχουμε συνηθίσει μέσα από τα έργα, οι άνθρωποι που πάσχουν να παρουσιάζονται ως κακοί, ως επικίνδυνοι. Αυτό θέλαμε να το αντιστρέψουμε και να δείξουμε την πραγματικότητα, να πούμε ότι και ο άνθρωπος που πάσχει, ο άνθρωπος με αναπηρία οποιασδήποτε μορφής είναι σαν όλους εμάς. Όλοι μας εν δυνάμει μπορούμε να εκδηλώσουμε κάποιο ψυχικό νόσημα. Επίσης, δεν θέλαμε να είναι ένα έργο που ο θεατής θα φεύγει από το θέατρο και θα έχει μαυρίσει η ψυχή του, θα έχει καταρρακωθεί. Γι’ αυτό γράψαμε μια μαύρη κωμωδία, στην οποία περνάνε όλα τα είδη του θεάτρου (κωμωδία, δράμα, καμπαρέ, μπουρλέσκ) και έτσι δίνεται η ευκαιρία στον θεατή να συγκινηθεί και να προβληματιστεί, αλλά και να γελάσει, ουσιαστικά να γίνει συνένοχος και εν τέλει να βγει από την παράσταση γεμάτος θέληση για ζωή.

Μ.Γ.: Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για ένα άντρα σεναριογράφο να εισχωρήσει στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και να περιγράψει τα συναισθήματά της μέσα από έναν παραληρηματικό μονόλογο;

Κ.Ρ.: Αγαπώ πολύ τις γυναίκες. Τις λατρεύω! Έχω ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτές και ενδεχομένως αυτό να οφείλεται στο ότι μεγάλωσα μέσα σε μια γυναικοκρατούμενη οικογένεια. Η γυναικεία ψυχοσύνθεση είναι πολυπλοκότερη από την ανδρική, με περισσότερες εκφάνσεις και αποχρώσεις. Γι’ αυτό το λόγο κι ένας γυναικείος χαρακτήρας παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγγραφικά από έναν ανδρικό. Η γυναίκα είναι τα πάντα στη ζωή ενός άνδρα είτε είναι μητέρα, είτε αδερφή, είτε σύντροφος, είτε φίλη. Στα έργα που γράφω συνήθως οι γυναικείοι ρόλοι κυριαρχούν. Η ηρωίδα του «Τι Με Κοιτάς Έτσι;» είναι μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες. Είναι μια γυναίκα γεμάτη πάθη, λάθη, έρωτες. Μια γυναίκα που υποχρεώθηκε να λειτουργήσει σύμφωνα με τους κανόνες και τους άγραφους νόμους της κοινωνίας μας, που καταπιέστηκε να είναι μια καλή μάνα, υπάκουη κόρη, υποδειγματική σύζυγος. Έπρεπε να είναι τέλεια σε όλα, έπρεπε να ζήσει μια ζωή την οποία της επέβαλλαν άλλοι… κι αυτό κάποια στιγμή την οδήγησε στο ξέσπασμα. Θέλησε να σπάσει τις φόρμες και τους κανόνες που τις «φόρεσαν», αλλά τα στερεότυπα που γράφονται μέσα μας και είναι ριζωμένα βαθιά δεν σπάνε εύκολα, δεν ξεριζώνονται από την μια στιγμή στην άλλη. Είναι μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες. Το ίδιο αγαπάει, το ίδιο πονάει, με τον ίδιο τρόπο σκέφτεται, με τον ίδιο τρόπο ονειρεύεται. Και τα όνειρά της δεν είναι μόνο από την μεγαλομανία της… το ουσιαστικότερο, το πιο βαθύ της όνειρο είναι να βρει την αγάπη. Για αυτό το λόγο ρωτά συνέχεια: «Τι με κοιτάς έτσι;», γιατί θέλει να την κοιτάξουν με ένα βλέμμα αγάπης, που τόσο πολύ το έχει στερηθεί.

Μ.Γ.: Τον μονόλογο ερμηνεύει η Αθηνά Παππά.  Πως αισθάνθηκες να σκηνοθετείς μια από τις πιο γνωστές και καταξιωμένες ηθοποιούς που επιπλέον είναι σκηνοθέτης και δασκάλα της υποκριτικής; 

Κ.Ρ.: Με την Αθηνά γνωριζόμαστε περίπου 12 χρόνια, όσα είμαι στο χώρο δηλαδή. Την είχα δασκάλα στη δραματική σχολή και ήταν η πρώτη που με έβγαλε στο θέατρο, όσο ήμουν ακόμη μαθητής στη σχολή. Είναι η θεατρική μου «μαμά». Όταν της πρότεινα να την σκηνοθετήσω στο συγκεκριμένο έργο χάρηκε πάρα πολύ. Διάβασε το κείμενο, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «Πάμε να το κάνουμε». Οφείλω να ομολογήσω ότι όσο καλή φιλική σχέση κι αν έχει δημιουργηθεί με τα χρόνια πάντα θα υπάρχει στο υποσυνείδητο η πρωταρχική μας σχέση, δηλαδή του μαθητή και της δασκάλας. Οπότε το πρώτο συναίσθημα που είχα ήταν δέος. Η Αθηνά, όμως, φρόντισε από την πρώτη στιγμή να ξεπεραστεί όλο αυτό. Συζητήσαμε αρκετά για το πως βλέπει ο καθένας μας την ηρωίδα και οι απόψεις μας ταυτίστηκαν εξ αρχής. Στις πρόβες περάσαμε μοναδικά, αφού γελάσαμε πάρα πολύ και περιμέναμε κάθε μέρα την ώρα που θα βρεθούμε για πρόβα, όπως βρίσκονται δυο μικρά παιδιά σε μια αυλή σπιτιού για να παίξουν. Μάλιστα, πολλά πράγματα από την αρχική μορφή του κειμένου τροποποιήθηκαν, ας πούμε δεν υπήρχαν τα flash back ή τα μουσικά μέρη, υπήρχαν ως αφήγηση. Βλέποντας, όμως, την Αθηνά στις πρόβες άρχισα να τα τροποποιώ γιατί ήξερα ότι είναι κάτι που μπορεί να υποστηρίξει. Ήταν οι πιο ξεκούραστες και ξέγνοιαστες πρόβες που έχω κάνει.

Μ.Γ.: Η παράσταση παίζεται στο θέατρο Αλκμήνη και γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία. Που πιστεύεις ότι οφείλεται;

Κ.Ρ.: Νομίζω ότι συντελούν πολλοί παράγοντες. Πέρα από το κείμενο, που μιλάει μια απλή καθημερινή γλώσσα, την σκηνοθεσία και την καθηλωτική ερμηνεία της Αθηνάς. Ουσιαστικά, είναι ένας μονόλογος που δεν βλέπεις μόνο έναν ηθοποιό πάνω στη σκηνή, είναι σα να βλέπεις εφτά διαφορετικές γυναίκες. Επίσης, είναι οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Βαγγέλη Ρασσιά, η πρωτότυπη μελωδική μουσική του Χρήστου Μπάκη, τα λειτουργικά και ευφάνταστα σκηνικά και κοστούμια της Μαριλίζα Rendl. Αυτή η χημεία που δημιουργήθηκε μεταξύ των συντελεστών νομίζω ότι περνάει και στο κοινό. Το πιο βασικό είναι η αλήθεια στην ερμηνεία της Αθηνάς.

Μ.Γ.: Στη δεύτερη παράσταση «Η τραγωδία αλλιώς…» συμμετέχεις ως ηθοποιός. Τι αφορά το θεατρικό έργο και ποιος είναι ο ρόλος σου;

Κ.Ρ.: Το έργο είναι για μια ομάδα καλλιτεχνών (ηθοποιών, χορευτών, εικαστικών) που προσπαθεί να βρει τις ρίζες της και την εθνική της ταυτότητα, μέσα από την αρχαία ελληνική τραγωδία, αποδομώντας την και χτίζοντας την από την αρχή. Με σεβασμό και αγάπη στις αξίες,  οι οποίες συγκρούονται  από τις κοινωνικό-πολιτικές συνθήκες της εποχής μας, οι ήρωες μας  προσπαθούν να προσεγγίσουν την ταυτότητά τους, αλλά και να αποδεχθούν την ταυτότητα του «άλλου».  Έχουν αδυναμίες, πάθη, φόβους, ενοχές, εξαρτήσεις, αναζητούν εναγωνίως τον έρωτα, τον οποίο κάποιες φορές απαρνιόνται, αλλά δε μπορούν να ξεφύγουν από αυτόν. Όπως και στην αρχαία ελληνική τραγωδία, οι πράξεις τους δείχνουν ηρωικές και ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινες. Οι εμβληματικές φιγούρες, μεταπλάθονται, χωρίς να χάνουν την έννοια και τη δύναμη της τραγικότητάς τους. Οι καλλιτέχνες προσπαθούν να εξιχνιάσουν την ανθρώπινη φύση των ηρώων και από τις  κωμικοτραγικές καταστάσεις που εμπίπτουν, ερευνούν πειραματιζόμενοι με σκωπτική διάθεση την αλήθεια.

Εγώ υποδύομαι τον Πολυδεύκη, τον έναν από τους Διόσκουρους. Οι Διόσκουροι, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, ήταν δίδυμα παιδιά του Δία και της Λήδας και αδέλφια της ωραίας Ελένης και της Κλυταιμνήστρας. Ήταν θεοί του φωτός και προσωποποιούσαν για τους Έλληνες την εντιμότητα, τη γενναιοψυχία, την τόλμη, την ευγένεια και την αρετή. Ήταν προστάτες των καραβιών και των ναυτικών. Οι Έλληνες τους λάτρευαν και τους τιμούσαν σαν θεούς, ενώ συχνά ζητούσαν από αυτούς συμπαράσταση και βοήθεια στις δύσκολες ώρες. Ήταν οι προστάτες και σωτήρες των θνητών όπως τους είχαν χαρακτηρίσει την εποχή εκείνη. Σύμφωνα με τον μύθο, η Λήδα, από την ένωσή της με τον Δία, γέννησε δυο αβγά. Από το πρώτο γεννήθηκε η Ελένη και η Κλυταιμνήστρα, ενώ από το δεύτερο δύο δίδυμα αγόρια, οι Διόσκουροι. Τα δύο αδέλφια έτρεφαν μεγάλη αγάπη ο ένας για τον άλλον. Ο Κάστωρ σε μία σύγκρουση έχασε τη ζωή του και τότε ο Δίας πρόσφερε στον Πολυδεύκη την αθανασία. Έτσι λοιπόν, όταν αυτός δέχθηκε, ζήτησε από τον Δία να μοιραστεί αυτήν την αθανασία με τον αδελφό του. Δεχόμενος ο Δίας όρισε τότε τη μία ημέρα ο ένας να είναι στον Κάτω Κόσμο του Άδη και ο άλλος στον Όλυμπο και την άλλη αντίστροφα.

Μ.Γ.: Εδώ έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι με την Αθηνά Παππά. Εκείνη έχει γράψει το θεατρικό σενάριο σε συνεργασία με τον Νίκο Γιαννόπουλο και σκηνοθετεί την παράσταση. Πως συνδυάζεται αυτή η ανταλλαγή θέσεων μεταξύ σας στα δυο έργα που τρέχουν παράλληλα; 

Κ.Ρ.: Με απόλυτη αρμονία. Όπως σου προανέφερα με την Αθηνά γνωριζόμαστε πολλά χρόνια. Έχουμε δουλέψει μαζί τέσσερις φορές και συνεννοούμαστε καταπληκτικά. Δεν έχω κόμπλεξ να παίξω σε μια παράσταση που σκηνοθετεί η Αθηνά, ενώ την έχω σκηνοθετήσει εγώ στην άλλη. Όπως εκείνη υπηρέτησε το δικό μου όραμα στην παράσταση που σκηνοθέτησα, έτσι κι εγώ υπηρέτησα το δικό της στην δική της δουλειά. Δεν υπάρχουν ταμπού και κολλήματα στη μεταξύ μας σχέση, ούτε «καπελώματα». Η συνεργασία μας ήταν πάρα πολύ καλή σε όλες τις δουλειές που έχουμε κάνει μαζί.

Μ.Γ.: Κι αυτό το έργο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Ποια είναι τα απαιτούμενα «συστατικά» που κάνουν το θεατρόφιλο κοινό να ξεχωρίζει μια παράσταση;

Κ.Ρ.: Εδώ τα πράγματα είναι περίπλοκα και δεν μπορώ να σου απαντήσω με σιγουριά. Νομίζω κανένας δεν μπορεί. Έχουμε παραδείγματα που πολύ καλές παραστάσεις δεν έχουν επιτυχία, ενώ πολύ κακές παραστάσεις γνωρίζουν τεράστια αποδοχή. Φέτος είναι μια πάρα πολύ δύσκολη χρονιά για το θέατρο και δεν φταίει φυσικά η άνοδος των τηλεοπτικών σειρών γι’ αυτό. Η τηλεόραση καλά κάνει και μπήκε ξανά στη μυθοπλασία με αξιόλογες παραγωγές, γιατί όλο αυτό με τα ριάλιτι και τα ξενόφερτα concept της περασμένη δεκαετίας είχε κουράσει. Έχουμε πολύ αξιόλογους συγγραφείς, σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Πρέπει απλά να τους εμπιστευτούν οι παραγωγοί και δεν θα χάσουν. Όπως συνέβη και φέτος τηλεοπτικά. Νομίζω ότι στο θέατρο έχουν μπει οι περισσότερες παραστάσεις σε μια πεπατημένη κι αυτό κούρασε το κοινό. Άσε που σε μια χώρα με πληθυσμό 11 εκατομμύρια ανεβαίνουν σε μια σεζόν 2.000 παραστάσεις. Το νούμερο είναι εξωφρενικό, γιατί πολύ απλά από τα 11 εκατομμύρια μόνο τα 2 πάνε θέατρο. Άρα μπορεί κάτι να χαθεί κι ας αξίζει. Ωστόσο, για να πάει καλά μια παράσταση χρειάζεται σίγουρα ένα καλό κείμενο, μια καλή σκηνοθεσία και καλούς ηθοποιούς που θα μπορέσουν όλο αυτό να το απογειώσουν. «Η Τραγωδία Αλλιώς» γνωρίζει επιτυχία γιατί δεν έχει τίποτα δήθεν. Είναι ένα λαϊκό θέαμα με πολλαπλά επίπεδα, το οποίο μπορούν να το παρακολουθήσουν όλοι ανεξαιρέτως.

Μ.Γ.: Τελικά, τι πιστεύεις ότι σου ταιριάζει περισσότερο, να είσαι επάνω στη σκηνή ή να καθοδηγείς σκηνοθετικά τους ηθοποιούς;

Κ.Ρ.: Το κάθε πόστο έχει την δική του γοητεία κι ότι κι αν πω θα είναι ψέμα. Μ’ αρέσει πολύ να βρίσκομαι πάνω στη σκηνή και να παίζω, όχι όμως να με σκηνοθετώ εγώ. Αλλά μ’ αρέσει εξίσου και να σκηνοθετώ άλλους ηθοποιούς. Με ιντριγκάρει το ότι φτιάχνω έναν καινούργιο κόσμο μέσα από την σκηνοθεσία.

Μ.Γ.: Γράφεις θεατρικά κείμενα, σκηνοθετείς, παίζεις. Έχεις ελεύθερο χρόνο;

Κ.Ρ.: Υπάρχουν περίοδοι που δεν έχω ελεύθερο χρόνο, όπως ήταν το περασμένο δίμηνο με πρόβες και παραστάσεις . Υπάρχουν και περίοδοι που έχω άπλετο χρόνο. Δυστυχώς, αυτή είναι η φύση της δουλειάς. Κάποιες φορές κάθεσαι και δεν έχεις να κάνεις κάτι, κι άλλες φορές τρέχεις να τα προλάβεις όλα μαζί. Έχω να γράψω αρκετό καιρό για θέατρο, περίπου δυο χρόνια, κι αυτό συμβαίνει γιατί όταν γράφω θέλω να έχω θέμα. Χωρίς θεματολογία, να πω έτσι απλά πάω να γράψω, δεν μπορώ. Δεν πιέζομαι όμως, το αφήνω κι όταν είναι θα έρθει εκείνο από μόνο του και θα με βρει.

Μ.Γ.: Στις περισσότερες θεατρικές παραστάσεις έχεις επιλέξει, κυρίως, να αναλαμβάνεις το κείμενο, τη σκηνοθεσία και να συμμετέχεις ως ηθοποιός. Τι σε κάνει να θέλεις να έχεις τον έλεγχο όλης της παράστασης;

Κ.Ρ.: Θα σου απαντήσω με όλη μου την ειλικρίνεια. Η ανάγκη! Αναγκάστηκα να το κάνω, όταν πρωτοξεκίνησα, γιατί πήγαινα σε οντισιόν, έφτανα μέχρι την τελική φάση, άκουγα εξαιρετικά λόγια και τελικά δεν με επέλεγαν. Κάπως, όμως, έπρεπε να παίξω κι εγώ, να «τριφτώ» στη σκηνή που λέμε. Επειδή έγραφα κιόλας, αποφάσισα να ανεβάσω ένα έργο και για να βγει η παραγωγή, έπαιξα και το σκηνοθέτησα. Και για να είμαι ακόμα πιο ειλικρινής, κάποιες φορές δεν μου βγήκε. Δεν είναι εύκολο για έναν καινούργιο ηθοποιό να παίζει, να γράφει και να σκηνοθετεί. Δεν υπάρχει η εμπειρία για να το κάνει, γιατί κάπου θα χάσει. Και συνήθως, έχανα στην ερμηνεία, γιατί έριχνα το βάρος στη σκηνοθεσία και στο κείμενο. Δεν μετανιώνω για αυτά που έκανα καθόλου. Γιατί αν δεν τα είχα κάνει, αυτή τη στιγμή δεν θα είχα συνειδητοποιήσει όλα αυτά που σου λέω. Τώρα πια μ’ αρέσει να κάνω ένα ή δυο πράγματα την φορά. Όπως με τον μονόλογο που τον γράφω και τον σκηνοθετώ ή όπως με την «Τραγωδία» που παίζω. Και όταν είμαι κάπου ως ηθοποιός είμαι μαθητής, δεν μ’ αρέσει να επεμβαίνω στην δουλειά του σκηνοθέτη, είμαι εκεί για να υπηρετήσω το όραμά του, όπως επιθυμώ να κάνουν και οι άλλοι όταν σκηνοθετώ εγώ. Δεν μου αρέσει η κοινοπραξία. Οι ρόλοι στο θέατρο είναι διακριτοί και τους σέβομαι. Ένας ηγείται της δουλειάς και πρέπει να τον ακολουθείς.

Μ.Γ.: Σίγουρα, είσαι ένα πολύπλευρο ταλέντο. Έχεις γράψει και το βιβλίο mea culpa. Ποιο είναι το θέμα του;

Κ.Ρ.: Το «Mea Culpa» είναι κι αυτό βασισμένο σε αληθινή ιστορία και πραγματεύεται την ζωή ενός παιδιού με νοητική υστέρηση και τον αποκλεισμό που βιώνει από τον οικογενειακό και κοινωνικό του περίγυρο. Διαδραματίζεται στην Ελλάδα από την δεκαετία του ’60 μέχρι το 2010. Το συγκεκριμένο έργο είχε γραφτεί αρχικά ως σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, δυστυχώς, όμως, η κρίση δεν επέτρεψε να γυριστεί καθώς είχε πολύ μεγάλο κόστος παραγωγής. Λίγο καιρό μετά κάποιοι φίλοι που είχαν ηχητικές εκδόσεις μου πρότειναν να το ηχογραφήσουμε με την μορφή audiobook για τα άτομα με αναπηρία. Έτσι έγινε και κυκλοφόρησε σε διπλή έκδοση, βιβλίο και audiobook. Κάτι το οποίο δεν προχώρησε όσο θα έπρεπε γιατί δεν υποστηρίχθηκε εν τέλει από τον εκδοτικό οίκο. Αλλά δεν πειράζει γιατί όλα γίνονται για καλό. Αυτό με οδήγησε να το κάνω θεατρικό έργο, το οποίο παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη με αρκετή επιτυχία. Στη Θεσσαλονίκη μάλιστα ανεβήκαμε και δεύτερη φορά μέσα στην ίδια χρονιά, καθώς η ανταπόκριση του κόσμου ήταν ενθουσιώδης. Θα ήθελα πολύ κάποια στιγμή να καταφέρω να γίνει κινηματογραφική ταινία, μιας κι αυτός ήταν ο αρχικός μου σκοπός, γιατί νιώθω ότι δεν έχει κλείσει ακόμα ο κύκλος του συγκεκριμένου έργου.

Μ.Γ.: Αν και σπούδαζες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στο τμήμα «Μέσων, Επικοινωνίας και Πολιτισμού», παράλληλα, σπούδαζες στη σχολή δραματική σχολή «Βασίλης Διαμαντόπουλος – Ίασμος». Θα αντάλλαζες  το θέατρο με μια πολύ επιτυχημένη καριέρα που θ΄ αφορούσαν τις σπουδές σου στο Πανεπιστήμιο; 

Κ.Ρ.: Όχι! Πέρασα στο Πάντειο, γιατί έπρεπε να επιλέξω μια σχολή για σπουδές, όπως κάνουν όλα τα παιδιά τελειώνοντας το σχολείο. Με βοήθησε πάρα πολύ ο κύκλος των σπουδών μου στη συγκεκριμένη σχολή και ιδιαίτερα στον τρόπο που γράφω. Μου προσέφερε πολλά η δημοσιογραφική σχολή και το κυριότερο ότι είχα καθηγητές σπουδαίους στον κλάδο τους όπως είναι ο Βέλτσος, ο Δημηρούλης, ο Μπακουνάκης και άλλοι. Και πήρα πολλά εφόδια απ’ αυτούς τους σημαντικούς ανθρώπους, που με οδήγησαν στο να ολοκληρωθώ ως προσωπικότητα και ως καλλιτέχνης μετέπειτα. Δεν θα μ’ ενδιέφερε να γίνω δημοσιογράφος ποτέ. Υπάρχουν οι κρίνοντες και οι κρινόμενοι. Επέλεξα να είμαι στην πλευρά του κρινόμενου και χαίρομαι γι’ αυτό. Ενδεχομένως το μόνο που μπορεί κάποια στιγμή να με ενδιέφερε θα ήταν να κάνω μια εκπομπή στο ραδιόφωνο, που μ’ αρέσει πολύ και ακούω αρκετά γιατί με χαλαρώνει, αλλά και πάλι θα την έκανα με την ιδιότητα του ηθοποιού κι όχι του δημοσιογράφου. Άλλωστε είναι και ένα επάγγελμα που δεν εξάσκησα ποτέ, αλλά έμεινα μόνο στις σπουδές. Δεν κάνουμε όλοι για όλα. Έτσι κι εγώ, νομίζω, ότι δεν κάνω τόσο πολύ για δημοσιογράφος, ειδικά με την τροπή που έχουν πάρει πλέον τα πράγματα στον συγκεκριμένο χώρο.

Μ.Γ.: Έχεις κάποια έτοιμα σχέδια για μελλοντικές παραστάσεις κι αν ναι μπορείς να μας αποκαλύψεις κάποια απ΄ αυτά;

Κ.Ρ.: Και σχέδια έχω και όνειρα κάνω, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει κάτι που μπορώ να ανακοινώσω.

Μ.Γ.: Αφού σ΄ ευχαριστήσω και σου ευχηθώ καλή επιτυχία για τις δυο παραστάσεις, θα σου ζητήσω να κλείσεις με όποια λόγια θέλεις αυτή τη συνέντευξη.

Κ.Ρ.: Εγώ σ’ ευχαριστώ για την πολύ ωραία κουβέντα! Εύχομαι, εν όψει και των γιορτών, το 2020 να είναι μια χρονιά με υγεία, δημιουργία, αγάπη, στήριξη και σεβασμό προς τον συνάνθρωπο μας. Ας είναι μια ήρεμη χρονιά σε όλα τα επίπεδα και για όλους μας. Το έχουμε τόσο πολύ ανάγκη!

* «Τι με κοιτάς έτσι;» Κάθε Τετάρτη, 9:30 μ.μ. | Διάρκεια: 75 λεπτά (χωρίς διάλειμμα) | Μέχρι 15/1/2020στο θέατρο Αλκμήνη

* «Η τραγωδία αλλιώς…» Κάθε Παρασκευή και Σάββατο, στις 9.00 μ.μ. | Διάρκεια: 75 λεπτά (χωρίς διάλειμμα) | έως 28-12-2019 στο θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών

Μαίρη Γκαζιάνη

Γεννήθηκε στα Ιωάννινα.  Μεγάλωσε στην Αθήνα όπου ζει μέχρι σήμερα και εργάσθηκε ως τραπεζοϋπάλληλος. Στο παρελθόν ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με την φωτογραφία ενώ τώρα ζωγραφίζει και παράλληλα γράφει. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές.

Τον Μάιο του 2012 κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Σου γράφω…», τον Σεπτέμβρη 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Ένα φεγγάρι λιγότερο» από τις εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία και τον Ιούνιο του 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Τα πλήκτρα της σιωπής»  από τις εκδόσεις ΄Οστρια. Επίσης, το παραμύθι της «Το ψαράκι του βυθού» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Παραμύθια και Μαμάδες» εκδόσεις Βερέττα 2015.  Τον Ιούνιο 2017 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Άλικα βήματα» από την Εμπειρία Εκδοτική. Τον Νοέμβριο του  2019 κυκλοφόρησε το νέο της μυθιστόρημα «Ζάχαρη άχνη» από τις εκδόσεις Ωκεανός.

Την περίοδο 2011-2012 υπήρξε ραδιοφωνική παραγωγός στο magicradiolive. Από τον Νοέμβρη 2014 συνεργάζεται με το now24.gr και έχει πραγματοποιήσει πάνω από πεντακόσιες συνεντεύξεις. Το 2016 συμμετείχε στην τηλεοπτική εκπομπή «Καλώς τους» του ΑιγαίοTV πραγματοποιώντας συνεντεύξεις σε ανθρώπους των τεχνών. Διετέλεσε Διευθύντρια Σύνταξης του on line Πολιτιστικού Περιοδικού Books and Style από Ιούλιο 2017 έως Μάρτιο 2018 οπότε αποχώρησε οικειοθελώς.

Μεγάλες της αγάπες είναι το θέατρο και ο χορός με τα οποία έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά.