Η αποκάλυψη μυστικών εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων της Γενοκτονίας
Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων και της Ελλάδας στα ζητήματα του Πόντου και η αυξανόμενη δύναμη του κεμαλικού κινήματος οδήγησαν στην ήττα στη Μικρά Ασία και στην ολοκλήρωση της τραγωδίας των Ελλήνων του Πόντου.
Μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, ακολούθησε το τέλος του Πόντου. Η ολοκλήρωση της τραγωδίας της Μικράς Ασίας γενικότερα, και του Πόντου ειδικότερα, έγινε με τον ξεριζωμό των Ελλήνων της ευρύτερης περιοχής. Στις 30/01/1923 υπεγράφη στη Λωζάννη η Σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Βάσει αυτής, η ανταλλαγή θα γινόταν μεταξύ Ελλήνων ορθοδόξων της Τουρκίας και μουσουλμάνων της Ελλάδας. Εξαιρέθηκαν οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, καθώς επίσης και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Ο συνταγματάρχης Mougin αναφέρει σε γαλλικό έγγραφο τα εξής: «Άγκυρα 22 Νοεμβρίου, Νο 411. Ανακοίνωσα στο στρατηγό Pelle την άφιξη της δεσποινίδας Ellison, ανταποκρίτριας πολλών αγγλικών εφημερίδων. Πήρε συνέντευξη από το Moustapha Kemal. Παρατίθεται ένα απόσπασμά της. «…Μιλούν για την αλαζονεία και την ξενοφοβία μας. Δεν πολέμησα ποτέ από μίσος, αλλά για να σώσω μερικές αλήθειες. Μίσος για τους Έλληνες δεν έχουμε και επιπλέον είμαι πεπεισμένος ότι αυτοί θα είναι οι καλύτεροι φίλοι μας σε λίγο. Κανένα μέτρο δεν πάρθηκε κατά των Ελλήνων, απλώς τους αφήσαμε ελεύθερους να φύγουν ή να μείνουν. Πολλοί απ’ αυτούς που εξορίστηκαν, αρχίζουν ήδη να γυρίζουν. Αλλά μια τρομερή προπαγάνδα διαστρεβλώνει την κοινή γνώμη και η Αμερική είναι η κύρια υπεύθυνη για αυτό» (Τσιρκινίδης, 1995).
Επιπλέον ο Mougin, στην αναφορά του Αυγούστου του 1923, αναφέρει πως ο Kemal εξεφώνησε μακροσκελή λόγο στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση στις 13 Αυγούστου. «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε τους Έλληνες από τον Πόντο» (Τσιρκινίδης, 1995). Αυτή ήταν η τελευταία του φράση. Ο ξεριζωμός, κατά τη γνώμη μου, μόνο γενοκτονία μπορεί να θεωρηθεί.
Αξίζει να σημειωθεί πως στον Πόντο είχαν δημιουργηθεί ισχυρά αντάρτικα σώματα και είχαν καταγραφεί ηρωικές πράξεις, ανάλογες με αυτές του Μεσολογγίου και του Ζαλόγγου στην Ελλάδα, πράξεις που αποτελούν ένα τεράστιο κεφάλαιο, στο οποίο μπορεί να γίνει αναφορά κάποια στιγμή στο μέλλον.
Το 1958 αποφάσισε η αυστριακή κυβέρνηση να δώσει στη δημοσιότητα τα αρχεία της παλιάς Αυστροουγγαρίας και εκείνα της πρώτης αυστριακής δημοκρατίας ως το 1938. Τα αρχεία αυτά αποτελούν ισχυρά τεκμήρια, καθώς αποκαλύπτουν σημαντικές πτυχές της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού και των πολιτικών στρατηγικών των Μεγάλων Δυνάμεων στο ζήτημα αυτό. Πρόκειται για εμπιστευτικές εκθέσεις που μεταβιβάστηκαν από τους Τούρκους προς το Βερολίνο και τη Βιέννη.
1916. Δεκέμβριος. Συνοπτικές εκθέσεις πρέσβεων και τηλεγραφήματα προξένων για τις σφαγές των Ελλήνων του Πόντου. Το λεπτομερές χρονικό του ολοκαυτώματος, κυρίως στην περιοχή της Σαμψούντας. Επεμβαίνει και ο Αμερικανός πρέσβης, αλλά οι Τούρκοι υπουργοί κοροϊδεύουν αναισχύντως τους πάντες. Ο Ταλαάτ Μπέης εξέφρασε σε ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης την άποψη, πως για την Τουρκία βλέπει να πλησιάζει η αναγκαιότητα να ξοφλήσει με τους Έλληνες, ακριβώς όπως παλαιότερα και με τους Αρμενίους. Οι συλλήψεις Ελλήνων της Σαμψούντας, ο θάνατός τους στα τάγματα εργασίας και στις ατέλειωτες οδοιπορίες κατά την εξορία τους, οι λεηλασίες των περιουσιών τους και η πυρπόληση εκατοντάδων χωριών αποτελούν ένα στίγμα ακόμη και για ημιάγριους λαούς (Ενεπεκίδης, 1996).
Τηλεγραφήματα προς το Βερολίνο και τη Βιέννη από τη Σαμψούντα παρέχουν τις εξής πληροφορίες: 11 Δεκεμβρίου 1916: «Λεηλατήθηκαν πέντε ελληνικά χωριά και έπειτα κάηκαν. Αυτοί που επέζησαν εκτοπίσθηκαν». 12 Δεκεμβρίου 1916: «Στα περίχωρα της πόλης της Αμισού καίγονται πολλά ελληνικά χωριά με τις εκκλησίες και τα σχολεία τους. 31 Δεκεμβρίου 1916: «18 ελληνικά χωριά παραδόθηκαν εξ ολοκλήρου στις φλόγες, 15 κάηκαν εν μέρει, λεηλατήθηκαν εκκλησίες και ατιμάσθηκαν 60 γυναίκες».
Ο Αυστριακός πρέσβης Παλλαβιτσίνι έγραψε: «Εκ Σαμψούντος αγγέλλονται πολλοί ακόμα εκτοπισμοί και φυλακίσεις Ελλήνων. Η κατάστασις των εξορισθέντων μού προκαλεί την απόγνωση! Όλους τους αναμένει ο θάνατος!» (Φουρνιάδης, 1965).