Μία φωτογραφία στο Facebook στάθηκε η αφορμή ώστε να γνωρίσω το βιβλίο με τίτλο «Hotel Living». Δεν συνηθίζεται ξένος τίτλος σε ελληνικό βιβλίο και μάλιστα Έλληνα συγγραφέα. Τι έχουμε εδώ; Σκέφτηκα και ερεύνησα διαδικτυακά το θέμα. Επρόκειτο για μεταφρασμένο τίτλο που έχει ήδη αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές στην Αμερική και προσφάτως παρουσιάστηκε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μέσα από τις εκδόσεις του Λιβάνη.
Έκανα να το διαβάσω και από τις πρώτες σελίδες συνοφρυώθηκα. Μπορεί το όλο ύφος γραφής να μην είναι αυτό της προσωπικής μου αρεσκείας, εφόσον απουσιάζει παντελώς η γλαφυρότητα και οι εκτενείς περιγραφές μέσα από αφηγηματικά μέρη, αλλά πάντοτε πίστευα πως δεν είναι σώφρον να κρίνουμε τα βιβλία μέσα από προσωπικές διόπτρες. Αφέθηκα στο ταξίδι των σελίδων του και διαπίστωσα σύντομα πως είχα να κάνω με ένα ιδιαίτερα σύγχρονο βιβλίο που αποτυπώνει τη ζωή και την πορεία ενός νεαρού Έλληνα, ονόματι Στάθη, ο οποίος ξεκίνησε από το Πήλιο και έφτασε σε Ευρώπη και Αμερική κατακτώντας δόξα, φήμη, χρήματα και το κυριότερο… εργασιακές θέσεις ως σύμβουλος επιχειρήσεων που πολλοί θα ζήλευαν.
Μέσα σε ακατάπαυστα ταξίδια και ατελείωτες ώρες σε meeting και ζωή σε ξενοδοχεία (εξ ου και ο τίτλος) ο αναγνώστης βρίσκει τις ανθρώπινες επαφές του ήρωα, οι οποίες είναι ριζικές αντίθετες με αυτές που έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα. Στερούνται δηλαδή ζεστασιάς, συχνής επικοινωνίας και, και, και… Οι σχέσεις στο εξωτερικό και δη στην Αμερική είναι (κατά κύριο λόγο) ταχύρρυθμες, επιφανειακές, συχνά εποικοδομητικές βάσει συμφέροντος, ψυχρές και σύντομης διάρκειας ζωής. Μέσα σ’ όλα και ο έρωτας του ήρωα καθώς και κάποιες χιουμοριστικές περιγραφές (οι οποίες ίσως σε κάποιους να φανούν χυδαίες) ερωτικής πράξης. Η καθημερινότητά του, ο αγώνας της εξέλιξης, της επιβίωσης, της προόδου… Το παρασκήνιο του ιλιγγιώδους χάι του επιχειρηματικού κόσμου στα ‘00s. Η ραγδαία οικονομική εξέλιξη σε Αμερική και Ευρώπη, το σκέπτεσθαι των ανθρώπων του επιχειρείν, η επέτειος της 11ης Σεπτεμβρίου, αναμνήσεις και αρώματα από Ελλάδα και πόσα άλλα μέσα σε λιγότερες από τετρακόσιες σελίδες ενός μυθιστορήματος που αν ο αναγνώστης έχει όρεξη και διάθεση για κάτι το διαφορετικό από τα συνηθισμένα, είναι ό, τι πρέπει, εφόσον ο συγγραφέας έζησε όλα αυτά από μέσα και επέζησε (όπως αναγράφεται στο δελτίο τύπου) για να μοιραστεί αυτή την ιστορία… από μέσα!
Συνάντησα τον Ιωάννη Πάππο σε κεντρικό καφέ του Συντάγματος. Ήταν καθισμένος σε τραπεζάκι δίπλα στη τζαμαρία με το λάπτοπ του ενεργοποιημένο και στ’ αυτί του το κινητό του τηλέφωνο. Το χειρότερο για μένα; Ήταν στον χώρο των μη καπνιζόντων. «Και τώρα πώς θα κάνω τη συνέντευξη δίχως τσιγάρο; Εν πάση περιπτώσει, θα τα καταφέρω».
Συστηθήκαμε και πιάσαμε την κουβέντα σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Μιλήσαμε για τόσα πολλά, από βιβλία, εκδοτικούς οίκους, την κόντρα μεταξύ των θαυμαστών των paper book και e-book, μέχρι την Ελλάδα, τη ζωή στη Νέα Υόρκη, την 11η Σεπτεμβρίου, την Άννα Βίσση και, και, και…
Η ώρα περνούσε δίχως να το καταλάβουμε και ευτυχώς είχα ήδη πατήσει το record στο μαγνητοφωνάκι…
Κ.Κ: Πώς θα συνέστηνες εσύ ο ίδιος το βιβλίο σου στους αναγνώστες;
Ι.Π: Με ειλικρίνεια! Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης και κοινωνικής κριτικής μέσα στην προηγούμενη δεκαετία, δηλαδή από τη μαύρη επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου έως τη βαθιά κρίση. Ο ήρωας ονόματι Στάθης είναι πάντα στο μεταίχμιο συναισθηματικών καταστάσεων και επαγγελματικής φρενίτιδας και μέσα από τα δικά του μάτια ο αναγνώστης διαβάζει ένα κομμάτι της ζωής του αλλά κυρίως της ζωής ενός Έλληνα στο εξωτερικό.
Από τα αγγλικά στα ελληνικά…
Κ.Κ: Έργα Ελλήνων συγγραφέων δύσκολα ξεπερνούν τα εγχώρια σύνορα. Ωστόσο εσύ, θα έλεγε κανείς, ξεκίνησες ανάποδα. Έγραψες στα αγγλικά και μεταφράστηκες στην Ελλάδα…
Ι.Π: Πράγματι! Αν και είμαι Έλληνας, προτίμησα την αγγλική γλώσσα διότι όλα αυτά που συμπεριέλαβα στο βιβλίο μου αντικατόπτριζαν τον τρόπο ζωής και εργασίας στο εξωτερικό και κατά κύριο λόγο στη Νέα Υόρκη. Με άλλα λόγια, ήθελα να φέρω τον αναγνώστη όσο πιο κοντά γινόταν στα όσα περιέγραφα ή αφηγούμουν. Και επειδή λοιπόν, ήθελα όλα αυτά να είναι όσο πιο πιστά γινόταν, επέλεξα την αγγλική. Στο βιβλίο υπάρχουν άφθονοι ξένοι όροι, οι οποίοι μπορεί να υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα αλλά δεν παύει να είναι απλή μετάφραση και όχι καθρέφτης όσων υποδηλώνουν. Έτσι λοιπόν, όταν το βιβλίο μεταφέρθηκε στη μητρική μου γλώσσα, την ελληνική, προσπαθήσαμε, όσο μπορεί κανείς να φανταστεί, να μην χαθεί το νόημα. Τέλος, όσον αφορά στους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, θα σου έλεγα πως είναι αρκετοί αυτοί των οποίων έργα έχουν ταξιδέψει στο εξωτερικό (μεταφρασμένα) και υποθέτω πως στο εγγύς μέλλον ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί, διότι η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία έχει να κομίσει πολύ σπουδαία έργα.
Κ.Κ: Το ύφος σου είναι στακάτο, απλό, πλην όμως όχι απλοϊκό, και στερείται στοιχείων όπως μεταφορές, παραλληλισμούς, άφθονα καλολογικά στοιχεία, γλαφυρότητα. Ο λόγος σου είναι στρωτός αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί και όμοιος με τον προφορικό. Γιατί επέλεξες στο πρώτο σου συγγραφικό εγχείρημα αυτή την οδό; Σου βγήκε αυθόρμητα ή ήταν συνειδητή επιλογή;
Ι.Π: Ο λόγος είναι πρωτοπρόσωπος, διότι ήθελα να είναι άμεσος, ευθύς, σαφής και κυρίως πολύ ζωντανός. Μεταφορές υπάρχουν μέσα από τις σκέψεις του ήρωα. Ωστόσο, πράγματι δεν υπάρχουν γλαφυρά ή καλολογικά στοιχεία δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα ήταν κόντρα στην ψυχοσύνθεση του ήρωα, εφόσον ο ίδιος προέρχεται από ένα απλό ψαροχώρι του Πηλίου. Είναι ένα άνθρωπος φοβισμένος και κλεισμένος στον εαυτό του. Για παράδειγμα, δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει το φλερτ και αισθάνεται συνεχώς αμήχανος ή και ανασφαλής. Η ζωή του είναι στη Νέα Υόρκη, δηλαδή σε μία μεγαλούπολη στην οποία οι ρυθμοί είναι αφάνταστα γρήγοροι και η εργασιακή καθημερινότητα πολύ σκληρή. Συνεπώς δεν υπάρχει χρόνος, ίσως και χώρος, για ρομαντισμούς. Θα σου έλεγα πως ο αναγνώστης διαβάζει το βιβλίο μέσα από τα μάτια του ήρωα, ο οποίος περιγράφει το οτιδήποτε σαν μία κάμερα ενός σκεπτόμενου που προσπαθεί κάπου να ανήκει, ενός σύγχρονου ανθρώπου που πασχίζει να αγαπηθεί…
Το βιβλίο ως καθρέφτης…
Κ.Κ: Πόσο καθρέφτης δικός σου είναι η ιστορία του ήρωά σου;
Ι.Π: Σε μεγάλο ποσοστό! Έχει πολλές ομοιότητες με τις σπουδές μου, τα ταξίδια μου, τα μέρη που έχω ζήσει και εργαστεί. Από ‘κει και πέρα όμως ο μύθος παίρνει τα ηνία! Οι ήρωες, όπως η Άντρεα, η Τατιάνα, ο Έρικ και άλλοι είναι μία μείξη πραγματικών και υποθετικών που λίγο πολύ καθρεφτίζουν πρόσωπα που υπάρχουν στις ζωές όλων…
Ένας Έλληνας στη Νέα Υόρκη!
Κ.Κ: Πόσα χρόνια ζεις στο εξωτερικό;
Ι.Π: (Ξεφυσάει) Πολλά! Μόλις αποφοίτησα από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο… Με άλλα λόγια έχω ζήσει στο εξωτερικό περισσότερο από τη μισή μου ζωή… (Γέλια)
Ι.Π: Η Νέα Υόρκη φαινομενικά δεν ξέρει τι θα πει ρατσισμός δεδομένου ότι είναι μία πολυπολιτισμική πόλη. Δύσκολα θα βρεις βέρο Νεοϋορκέζο. Ο ρατσισμός με την έννοια που ευρέως του αποδίδεται έχει να κάνει με το πού πήγες σχολείο ή τι φίλους έχεις. Με άλλα λόγια υπάρχουν κάστες. Και δύσκολα θα καταφέρει κάποιος να αλλάξει κάστα ενώ παράλληλα είναι δύσκολο κάποια κάστα να σε δεχτεί αμέσως.
Κ.Κ: Έπιασες τον εαυτό σου να εξωτερικεύει, για παράδειγμα στην εργασία σου, το διεθνώς αναγνωρισμένο στοιχείο του ελληνικού δαιμονίου;
Ι.Π: Η αλήθεια είναι πως κερδίζουμε τις πρώτες εντυπώσεις σχεδόν αμέσως. Είμαστε γεμάτοι θετική ενέργεια και εύκολα αποσπάμε θετικά σχόλια. Έχουμε τον τρόπο μας για όλα! Αυτό λοιπόν είναι κάτι που μας κάνει ξεχωριστούς. Βέβαια, οι Έλληνες έχουμε ένα σπάνιο προνόμιο: η χώρα μας είναι στο μεταίχμιο ανατολής και δύσης, πράγμα που θα πει ότι φέρουμε στοιχεία και από τις δύο ηπείρους και τα οποία τα χρησιμοποιούμε αναλόγως στα θέλω μας, τη δουλειά μας, τις σχέσεις μας… Το περιβόητο ελληνικό δαιμόνιο λοιπόν, θα έλεγα πως έχει να κάνει με την ιστορία, την κουλτούρα και τον πολιτισμό μας αλλά κυρίως με τον μαγικό τρόπο που έχουμε να καταφέρνουμε πολλά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όσον αφορά σε μένα, θα σημείωνα, πως έχω υποσυνείδητα εξωτερικεύσει αυτό το στοιχείο, όπως ομοίως το έχω εντάξει και στον ήρωα του βιβλίου.
Σπίτι δίχως… κουζίνα!
Κ.Κ: Πώς είναι η ζωή σου τώρα πια στη Νέα Υόρκη;
Ι.Π: Μια χαρά! Ζω στο West Village και εργάζομαι ως σύμβουλος επιχειρήσεων.
Κ.Κ: Ελπίζω να ζεις σε διαμέρισμα και όχι σε ξενοδοχείο, όπως έζησες τόσα χρόνια…
Ι.Π: Ο ψυχολόγος μου έχει πει ότι το διαμέρισμά μου είναι σαν δωμάτιο ξενοδοχείου, διότι δεν έχει κουζίνα…
Κ.Κ: Τι πράγμα;
Ι.Π: (Γέλια) Αλήθεια! Όταν μπήκα σ’ αυτό το διαμέρισμα έβγαλα την κουζίνα, διότι δεν τη χρειαζόμουν και την έκανα βιβλιοθήκη! Πνευματική τροφή!
Κ.Κ: Πλάκα κάνεις! Και πού μαγειρεύεις;
Ι.Π: Δεν μαγειρεύω! Τρώω έξω τρεις φορές την ημέρα…(Γέλια)
Κ.Κ: Αν πεις σε έναν Έλληνα ότι θα μένει σε σπίτι δίχως κουζίνα, θα είναι σαν να του λες πως το μπάνιο του δεν θα έχει λεκάνη…
Ι.Π: Το ξέρω! Θα σου στείλω φωτογραφία για να γίνω πιστευτός! Επίσης δεν έχω ψυγείο ή ακόμα και τραπέζι αλλά και τηλεόραση! (Γέλια)
Μελλοντικά Σχέδια
Κ.Κ: Για να επανέλθω στα του βιβλίου, ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
Ι.Π: Γράφω ήδη το επόμενο. Λέγεται Drowned Zeus (Πνιγόμενος Δίας) και έχει να κάνει με μία παρέα έξω από τη Λάρισα… Μ’ αρέσει πολύ ο κάμπος! Με συγκινεί! Είναι η καρδιά, θα έλεγα, της Ελλάδας!
Κ.Κ: Τι σημασία αποδίδεις στις κριτικές;
Ι.Π: Αν και μέχρι στιγμής το Hotel Living έχει πάρει θετικές κριτικές, θα σου έλεγα πως δεν με απασχολούν ιδιαίτερα. Τις διαβάζω μεν, αλλά δεν μου επιτρέπω να με επηρεάζουν… Εγώ συνεχίζω να κάνω τη δουλειά μου…
Μου υπέγραψε το αντίτυπο και ολοκληρώσαμε την κουβέντα μας. Δώσαμε τα χέρια ανανεώνοντας το ραντεβού μας για την επόμενη φορά που θα έρθει στην Ελλάδα, ίσως έχοντας στα χέρια του τον επόμενο τίτλο του.
Ιωάννη σε ευχαριστώ πολύ… Καλή και δημιουργική συνέχεια σε ό, τι κάνεις…
Ο Στάθης Ρακής αφήνει το χωριό του στο Τρικέρι σπρωγμένος από την περιέργεια και την τύχη, για να βρεθεί στην Καλιφόρνια την εποχή της φούσκας των dot-coms. Επιστρέφει στην Ευρώπη για MBA και στη συνέχεια πιάνει δουλειά σε γαλαζοαίματη εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων γεμάτη golden boys, που τον οδηγεί από πελάτη σε πελάτη και από πόλη σε πόλη. Ερωτευμένος με κάποιον που είναι το άκρως αντίθετό του (οικολογία, κομουνισμός, ανταρσία…), περνάει το λίγο χρόνο που δεν είναι φυλακισμένος στο γραφείο δικαιολογώντας τις επιλογές του, λεηλατώντας το μίνι μπαρ, παλεύοντας με την αϋπνία και παραγγέλνοντας ρουμ σέρβις (φαγητό, αλλά και άλλα…) σε σουίτες στη Νέα Υόρκη, στο Λος Άντζελες, στο Παρίσι και στο Λονδίνο.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, και καθώς η οικονομία καλπάζει ξέφρενα προς την επόμενη φούσκα, ο Στάθης συμπαρασύρεται προς τα πάνω και γίνεται μάρτυρας της παρακμής και των χρηματιστηριακών οργίων που θα οδηγήσουν στην κρίση του 2008, μπλεγμένος σε ένα σκάνδαλο που έχει στηθεί γύρω του. Σε ένα χώρο διαπλεκόμενων –από συγχωνεύσεις και εξαγορές μέχρι πολεμικούς ανταποκριτές και σταρ του Χόλιγουντ–, παραμένει ο αιχμάλωτος αουτσάιντερ: υπερβολικά Έλληνας για να μείνει, υπερβολικά κυνικός για να φύγει.
Ο Ιωάννης Πάππος είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και συγγραφέας, με καταγωγή από το Πήλιο. Είναι απόφοιτος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και του INSEAD και έχει εργαστεί τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη. Το Hotel Living είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη. Ζει στη Νέα Υόρκη.