Το θέμα αυτό, μας το έστειλε ο καλός συνάδελφος στις 10 Μαρτίου , την ημερομηνία δηλαδή που πέθανε ο Γιώργος Ζαμπέτας . Καθυστερήσαμε λίγο αλλά σήμερα δημοσιεύουμε το όμορφο άρθρο του συναδέλφου που γνώρισε τον εκλεκτό αυτό καλλιτέχνη.
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη ( akontogiannidis@yahoo.gr)
Ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, με το ιδιόμορφο στυλ στις εκφράσεις του, έφυγε σαν σήμερα στις 10 Μαρτίου 1992, Καθαρά Δευτέρα και, σίγουρα εκεί ψηλά, κρατά πάλι ένα μπουζούκι και συνθέτει… Τραγική ειρωνεία! Ο γιός του Μιχάλης, πέθανε κι αυτός 10 Μαρτίου, κατά σύμπτωση Καθαρά Δευτέρα, το 2008… Και η κόρη του Κατερίνα, που μικρή ήθελε να γίνει τραγουδίστρια και την απέτρεψε ο πατέρας της, προτρέποντας την να κοιτάξει τα γράμματα, εξέδωσε πρόσφατα βιβλίο με τη ζωή του, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άγκυρα», με πολλά εύθυμα περιστατικά, λεπτομέρειες για τις δημιουργίες του, τις συνεργασίες του με μεγάλους συνθέτες και τραγουδιστές, με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Γιώργου Τσάμπρα.
Ο Ζαμπέτας γεννήθηκε στην Ακαδημία Πλάτωνος το 1925. Εκεί, ο πολύτεκνος (επτά παιδιά) πατέρας του Μιχάλης, είχε κουρείο και κρεμασμένο μονίμως στον τοίχο ένα μπουζούκι κι έπαιζε ερασιτεχνικά. Θαμώνας ο 5χρονος Γιώργος, που ξεσκόνιζε μετά το κούρεμα τον πελάτη, για να πάρει φιλοδώρημα… Κάποτε, που ήταν μόνος, κατέβαζε το μπουζούκι κι άρχιζε να παίζει, αλλά ο πατέρας του αγρίευε : «μην το ξαναπιάσεις στα χέρια σου, γιατί είναι κακόφημο όργανο!»
Κάποια μέρα που έπαιζε κρυφά, τον είδε ο κυρ Μιχάλης και έφαγε το ξύλο της αρκούδας! Ο Γιώργος, λες και στο αίμα του είχε την μουσική, στα επτά του χρόνια στο δημοτικό σχολείο, ενώ τα άλλα παιδιά έλεγαν ποιήματα στη γιορτή της 25ης Μαρτίου, εκείνος έπαιξε μπουζούκι και τραγούδησε και κέρδισε το πρώτο βραβείο!
Λίγο πριν τον πόλεμο του 1940, μετακόμισε η οικογένεια στο Αιγάλεω και ο ίδιος συνεχίζει για να τελειώσει το νυχτερινό σχολείο. Μετά έρχεται ο πόλεμος, η κατοχή και ο ανήσυχος Γιώργος βρίσκεται κοντά στο γείτονα του, τον Στράτο Παγιουμτζή, συχνάζει στον «τεκέ του Γιαννάκη», όπου έπαιζαν ο Μανησαλής , ο Χιώτης, ο Μπίνης ο Μητσάκης, κι εκεί ο καταστηματάρχης τον καλούσε να παίξει για να τους ξεκουράσει…
Το 1945 υπηρετεί τη θητεία του στην Πολεμική Αεροπορία και μετά, η δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι, τον κάνει περιζήτητο. Παίζει στο «Φαληρικό» μετά στη «Γωνιά της Αθήνας», στα «Δειλινά», συνεργάζεται με τον Παπαϊωάννου, τον Μάρκο, τον Καλδάρα και αργότερα με τον Χατζηδάκη («τον στρατάρχη Παπάγο της μουσικής») στα «παιδιά του Πειραιά» με το οποίο κέρδισε το Όσκαρ μουσικής, τον Θεοδωράκη ( στην «οδό ονείρων») τον Πλέσσα, τον Ξαρχάκο…
Γράφει τραγούδια που ερμηνεύουν οι Μπιθικώτσης, Πόλη Πάνου, Καζαντζίδης και φυσικά η Βίκυ Μοσχολιού με τις μεγάλες αξέχαστες επιτυχίες. Εμφανίζεται στις κινηματογραφικές ταινίες ( «του μουστάκα Κώστα Καραγιάννη»), κάνει ταξίδια στο εξωτερικό, διασκεδάζει τους ομογενείς και όταν επιστρέφει, αφηγείται με τον δικό του τρόπο, τις εύθυμες στιγμές…
Στο χιούμορ ο Ζαμπέτας ήταν ασυναγώνιστος. Με εκπληκτική ετυμολογία, πηγαίο χιούμορ και… μαγκιά, ξεδίπλωνε το μοναδικό του ταλέντο στην αφήγηση ενός γεγονότος ή στο σχολιασμό. Ήταν, όπως λέει η κυρία Εύα με το κατάστημα ψιλικών που τον είχε πελάτη, « αυθόρμητος, ειλικρινής, μάγκας και μπεσαλής!» Κάποτε προσκλήθηκε στο Λονδίνο μα παίξει σε εκδήλωση εφοπλιστών και πλοιοκτητών, που κατέκλυσαν την αίθουσα με παπιγιόν και μαύρα κουστούμια. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, όταν ρωτήθηκε που πήγε, είπε: « Στη Λόντρα για να παίξω σε κάτι εφοπλιστάδες που ήταν ντυμένοι όλοι σαν γκαρσόνια!..» Και όταν ξέσπασε η κρίση με τα Σκόπια στο θέμα της ονομασίας, είπε: « άλλατις… βγήκαν στο μεϊντάνι και οι γιαλαντζί Μακεδόνες!»
“Πού σαι Θανάση…”
Το 1982, στη γιορτή του πολιτιστικού της Ν.Δ. στο Χίλτον παρουσία του προέδρου του κόμματος Ευάγγελου Αβέρωφ και του Θανάση Τσαλδάρη, πριν αρχίσουν τα τραγούδια με τον Στράτο Διονυσίου και την Βίκυ Μοσχολιού, αρχίζει το ρεσιτάλ Ζαμπέτα: «Γειά σου Βαγγέλα! Θα χτυπήσουμε τα τέλια, σε λίγο… Θανάση, πούσαι Θανάση… Μια εκπομπούλα εκεί στο τελεβιζιόν όταν είχες τα πόστα, δε μας έδωσες! ΄Ηρθαν τώρα οι άλλοι και βούτηξαν στο μέλι… Αχαχαααα…» Και παίρνοντας το μπουζούκι στα χέρια, αρχίζει να παίζει και να τραγουδά: «Πούσαι Θανάση, πούσαι Θανάση, ήθελα να σ’ αντάμωνα, η γρουσουζιά να σπάσει…»
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News