Ο Γιάννης Κυζιρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1994. Σπούδασε στη Γεωπονική σχολή του ΑΠΘ και πραγματοποίησε το μεταπτυχιακό του στη Φαρμακευτική Αθηνών. Μετά τη δυναμική και πολλά υποσχόμενη είσοδό του στον χώρο της λογοτεχνίας με το «Από Μέσα Πεθαμένοι» το 2017, τώρα μας δίνει το δεύτερο μυθιστόρημά του «Στη γη της αιώνιας θλίψης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Έχετε σπουδάσει στη Γεωπονική Σχολή και πραγματοποιήσατε μεταπτυχιακό στη Φαρμακευτική. Τι σας έκανε να επιλέξετε τις συγκεκριμένες επιστήμες;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΖΙΡΟΠΟΥΛΟΣ: Ήταν ίσως απόρροια του ενδιαφέροντός μου για τη χημεία και τη φύση. Επέλεξα ένα μεταπτυχιακό στη φυτοχημεία-φαρμακογνωσία, το οποίο συνδυάζει απόλυτα τα δύο αυτά πάθη μου.
Μ.Γ.: Παράλληλα, ασχολείστε με τη συγγραφή βιβλίων. Πώς συνδέονται οι επιστήμες σας με τη συγγραφή;
Γ.Κ.: Φαινομενικά δεν συνδέονται, όμως αλληλοσυμπληρώνονται• δε θα με γέμιζε μια ζωή μονόπλευρη. Η επιστήμη και η απόκτηση γνώσεων τρέφει το πνεύμα και η συγγραφή την ψυχή.
Μ.Γ.: Ποιο ήταν το έναυσμα ώστε ν΄ ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Γ.Κ.: Η ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας, σε μια εποχή που αισθανόμουν πολύ μόνος ακόμη κι αν βρισκόμουν ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους, νομίζω. Έγραφα μικρά διηγήματα και εφηβικές σαχλαμάρες σε ένα blog από τα 15. Δεν είχαν καμία απολύτως λογοτεχνική αξία, αλλά δρούσε κυρίως ψυχοθεραπευτικά όλο αυτό. Στα 19 μου, και ευρισκόμενος στα πρόθυρα της παράνοιας, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν απλά χόμπι, ήταν ανάγκη και ίσως ο μοναδικός τρόπος να σώσω τον εαυτό μου. Μετουσίωσα την ψυχή μου σε χαρτί και λέξεις, απελευθερώθηκα από τους τότε δαίμονές μου, και από τότε συνεχίζω.
Μ.Γ.: Στη γη της αιώνιας θλίψης είναι ο τίτλος του μυθιστορήματός σας που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πνοή. Πώς προέκυψε ο ιδιαίτερος αυτός τίτλος;
Γ.Κ.: Κάπου στην εφηβεία, θυμάμαι, συνάντησα γραμμένη σε έναν τοίχο τη φράση του Van Gogh, «The sadness will last forever». Τόσο απλή πρόταση, κι όμως, για κάποιο λόγο με στοίχειωσε για πάντα. Αργότερα, όταν έμαθα και την προσωπική ιστορία του καλλιτέχνη πίσω από τις λέξεις αυτές, με διέλυσε ακόμη περισσότερο. Ο τίτλος λοιπόν υπήρχε πάντα κάπου στο υποσυνείδητό μου, και ίσως να με καθοδηγούσε κιόλας. Έτσι, όταν τελείωσα το βιβλίο, ήρθε στην επιφάνεια και ταίριαξε απόλυτα, περικλείει την ψυχή του βιβλίου.
Γ.Κ.: Με ένα δυστοπικό, «urban» μυθιστόρημα που πραγματεύεται την απώλεια, τον πόνο που αυτή προκαλεί, τις κοινωνικές ανισότητες, τη μάχη της καθημερινής επιβίωσης, την ίδια τη ζωή και κάθε τραγική έκφανσή της. Μιλάει για την ωμότητα της ανθρώπινης φύσης, για το πώς αυτή φανερώνεται και εκφράζεται όταν το άτομο δεν είναι αναγκασμένο να ακολουθεί και απεκδύεται τους κανόνες του «πολιτισμού» στον οποίο ανήκει.
Μ.Γ.: Κεντρικός ήρωάς σας είναι ο Ιάσονας. Κατά πόσο του έχετε δώσει δικά σας χαρακτηριστικά;
Γ.Κ.: Χρησιμοποιώ τον Ιάσονα για να μεταφέρω την ιστορία στον αναγνώστη. Θεωρώ τη διήγηση σε πρώτο πρόσωπο πιο άμεση, γι’ αυτό και την προτιμώ. Ωστόσο, κεντρικοί ήρωες του βιβλίου είναι ο Παύλος και η Μαριάννα, κατά τη γνώμη μου, κι έπειτα ο Ιάσονας. Έχω μοιράσει θραύσματα του εαυτού μου σε όλους τους χαρακτήρες, και όλοι μαζί συγκροτούν το «Όλον». Επομένως, μοιραζόμαστε κάποια χαρακτηριστικά, αλλά δεν ταυτίζομαι απόλυτα• άλλωστε είναι πολύ πιο «κουλ» τύπος από μένα!
Μ.Γ.: Έχετε βιώσει κάποια από τα συναισθήματά του;
Γ.Κ.: Δυστυχώς ή ευτυχώς, ναι. Θεωρώ ότι μπορεί —και πρέπει— κανείς να γράφει κυρίως γι’ αυτά που ξέρει ή έχει βιώσει.
Μ.Γ.: Ποια είναι η σκακιστική παρτίδα του χωροχρόνου στην οποία παγιδεύονται οι ήρωές σας;
Γ.Κ.: Είναι η αλληγορία η οποία περικλείει την ουσία του βιβλίου. Το βασανιστικό ζήτημα του κατά πόσο μπορεί κανείς να ξεφύγει από τη μοίρα του, από τη νομοτέλεια που διέπει τον κόσμο. Κατά πόσο μπορεί να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό, ή ακριβέστερα, από αυτό που «τον έκαναν» να είναι. Πώς μπορούν οι ζωές μας να μάς ανήκουν πραγματικά όταν η «ελεύθερη βούληση» είναι, ίσως, μια ψευδαίσθηση μονάχα;
Γ.Κ.: Α, γι’ αυτή την ερώτηση θα χρειάζονταν σελίδες για να απαντήσω. Ο κάθε αναγνώστης θα αντιληφθεί κάτι διαφορετικό ίσως, μέσα από τον αντικατοπτρισμό του έργου στην ψυχή του. Όσον αφορά τη δική μου εκδοχή, ίσως στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου να προσθέσω ένα «σημείωμα του συγγραφέα» ή κάποια από τις αναλύσεις-κριτικές που έχει λάβει το βιβλίο, με την οποία να αισθάνομαι ότι ταυτίζομαι αρκετά.
Μ.Γ.: Επίσης, αναφέρεται ως σκοτεινό παραμύθι. Τι είδους είναι το σκοτάδι που κυριαρχεί;
Γ.Κ.: Υπαρξιακό, ίσως, στην ουσία του. Επίσης, η φράση «σκοτεινό παραμύθι» εμπεριέχει την θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στον ρομαντισμό και τον νατουραλισμό που χαρακτηρίζει και το βιβλίο.
Γ.Κ.: Ξέρετε, όταν έγραφα το πρώτο μου βιβλίο, το «Από μέσα πεθαμένοι», μέσα στην αφέλεια και τον ρομαντισμό μου, είχα μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μου. Ονειρευόμουν το βιβλίο να πέφτει στα χέρια κάποιου μοναχικού ανθρώπου κάπου μακριά, σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό ή νησί, κάποιο μελαγχολικό, βροχερό φθινοπωρινό απόγευμα και διαβάζοντάς το, να επικοινωνήσουμε αληθινά, ακόμη κι αν δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ από κοντά.
Πέρα από την ανάγκη έκφρασης, γράφω και για αυτούς τους λίγους ανθρώπους που θα επικοινωνήσουμε αληθινά και απόλυτα, που έχουμε έναν συγγενικό ψυχισμό. Για ανθρώπους μοναχικούς, που έχουν βιώσει τον πόνο πέρα από τα όριά τους μα συνεχίζουν. Για κάποιους ανθρώπους η ζωή είναι εύκολη, με την έννοια ότι μπορούν και τη βλέπουν έτσι• για κάποιους άλλους, είναι δύσκολο ακόμη και το να βρουν τον λόγο και το κίνητρο να σηκωθούν κάθε πρωί απ’ το κρεβάτι. Μετά βίας προτιμούν την ύπαρξη από τη μη ύπαρξη, και είναι πολύ μόνοι σε αυτό. Γι’ αυτούς γράφω.
Μ.Γ.: Ποιος ήταν ο κύριος στόχος σας μέσα από τη συγγραφή του;
Γ.Κ.: Όσον αφορά εμένα, απλώς να βγει από μέσα μου και να λυτρωθώ. Έπειτα, να ταξιδέψει σε αυτούς τους —λίγους, έστω— μοναχικούς ανθρώπους που θα επικοινωνήσουμε αληθινά, και θα αισθανθούν κάπως λιγότερο μόνοι σ’ αυτόν τον κόσμο, όπως ανέφερα παραπάνω.
Μ.Γ.: Ο έρωτας τι θέση έχει μέσα στις σελίδες του;
Γ.Κ.: Την ίδια ακριβώς που έχει και στη ζωή. Ο έρωτας είναι ζωογόνος, μεταρσιωτικός. Μπορεί να είναι μια ψευδαίσθηση που πηγάζει από το ασυνείδητο και να καλύπτει ναρκισσιστικές και εγωιστικές ανάγκες, μα η διάκρισή του από το αρρωστημένος πάθος είναι πως μπορεί να οδηγήσει στην αγάπη. Νομίζω πως αυτή η διάκριση —ή έστω, η διερεύνησή της— αντικατοπτρίζεται και στο βιβλίο.
Γ.Κ.: Ναι, από τις πιο «κλισέ» αξίες, όπως ο έρωτας, η αυταπάρνηση, το θάρρος, η αγάπη, μέχρι τις πιο «αδιάφορες», φαινομενικά, όπως π.χ. η αξία της υπομονής και της στωικότητας. Οι ήρωες τις ακυρώνουν και τις αναδεικνύουν παράλληλα, κι αυτό προκύπτει από την πεποίθησή μου ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε αμιγώς καλοί ή κακοί. Δυστυχώς δεν είναι τόσο απλό. Είμαστε δημιουργήματα ή τερατουργήματα των φυλακών της παιδικής μας ηλικίας. Είμαστε πολυσύνθετα όντα.
Αυτό που σίγουρα ήθελα να αναδείξω μέσω του βιβλίου, ωστόσο, είναι το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης, που μάχεται αέναα απέναντι στην αδυσώπητη φύση της ίδιας της ζωής.
Μ.Γ.: Με ποια συναισθήματα βιώσατε τη συγγραφική συμπόρευση με τους ήρωές σας;
Γ.Κ.: Πλάθω τους ήρωες αυτόνομους και ανεξάρτητους από εμένα. Έπειτα προσπαθώ να μπω εγώ στη θέση τους. Είτε πρόκειται για τον πιο συμπαθή χαρακτήρα, είτε για τον πιο αηδιαστικό. Τους προσεγγίζω ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτης ταυτόχρονα. Προσπαθώ να κάνω τα βιώματα, τα συναισθήματα και τα κίνητρά τους δικά μου, χωρίς να παρεμβαίνω στον χαρακτήρα τους, ωστόσο. Δεν ξέρω αν το πετυχαίνω πάντα.Νομίζω, πάντως, πως η Μαριάννα είναι το πιο αγαπημένο μου πλάσμα από όλα όσα δημιούργησα. Έχει τύχει μια φορά να δακρύζω σαν χαζός μέσα στον ηλεκτρικό, καθώς την σκεφτόμουν, την περίοδο που έγραφα τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου.
Μ.Γ.: Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη και σας εύχομαι καλοτάξιδο το βιβλίο σας.
Γ.Κ.: Εγώ σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για τις απολαυστικές και όμορφες ερωτήσεις σας και για τη μεγάλη τιμή που μου κάνατε να ασχοληθείτε μ’ εμένα και το βιβλίο! Σας ευχαριστώ πολύ!
*Το μυθιστόρημα «Στη γη της αιώνιας θλίψης» του Γιάννη Κυζιρόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.
Γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Μεγάλωσε στην Αθήνα όπου ζει μέχρι σήμερα και εργάσθηκε ως τραπεζοϋπάλληλος. Στο παρελθόν ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με την φωτογραφία ενώ τώρα ζωγραφίζει και παράλληλα γράφει. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές.
Τον Μάιο του 2012 κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Σου γράφω…», τον Σεπτέμβρη 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Ένα φεγγάρι λιγότερο» από τις εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία και τον Ιούνιο του 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Τα πλήκτρα της σιωπής» από τις εκδόσεις ΄Οστρια. Επίσης, το παραμύθι της «Το ψαράκι του βυθού» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Παραμύθια και Μαμάδες» εκδόσεις Βερέττα 2015. Τον Ιούνιο 2017 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Άλικα βήματα» από την Εμπειρία Εκδοτική. Τον Νοέμβριο του 2019 κυκλοφόρησε το νέο της μυθιστόρημα «Ζάχαρη άχνη» από τις εκδόσεις Ωκεανός.
Την περίοδο 2011-2012 υπήρξε ραδιοφωνική παραγωγός στο magicradiolive. Από τον Νοέμβρη 2014 συνεργάζεται με το now24.gr και έχει πραγματοποιήσει πάνω από εξακόσιες συνεντεύξεις, καθώς και σχολιασμούς βιβλίων και θεατρικών παραστάσεων. Το 2016 συμμετείχε στην τηλεοπτική εκπομπή «Καλώς τους» του ΑιγαίοTV πραγματοποιώντας συνεντεύξεις σε ανθρώπους των τεχνών. Διετέλεσε Διευθύντρια Σύνταξης του on line Πολιτιστικού Περιοδικού Books and Style από Ιούλιο 2017 έως Μάρτιο 2018 οπότε αποχώρησε οικειοθελώς.
Μεγάλες της αγάπες είναι το θέατρο και ο χορός με τα οποία έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά.