Γράφει ο Γιώργος Συριόπουλος- Δημοσιογράφος, Msc ΔΔ
Η Βουλή των Ελλήνων ψηφίζει μόνη της, δηλαδή χωρίς τη συμμετοχή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή της Κυβέρνησης ως διακριτό αυτοτελές πολιτειακό όργανο, την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η διαδικασία της αναθεώρησης εκτείνεται σε δύο συνεχόμενες περιόδους (άρα σε δύο συνεχόμενες Βουλές) και περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 110 του Συντάγματος και στο άρθρο 119 του Κανονισμού της Βουλής.
Η αναθεωρητική λειτουργία είναι η εξουσία αναθεώρησης (τροποποίησης) του υπάρχοντος Συντάγματος. Προϋποθέτει πάντοτε την ύπαρξη Συντάγματος και ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του. Το Σύνταγμα του 1975 έχει αναθεωρηθεί μέχρι σήμερα τρεις φορές: το 1986 (Α’ και Β’ Ψήφισμα), το 2001 και το 2008.
Η διαδικασία αναθεώρησης συνδέεται άμεσα με τη διάκριση μεταξύ αυστηρού και ήπιου συντάγματος. Η αυστηρότητα του Συντάγματος οροθετεί την υπεροχή του Συντάγματος επί του κοινού νόμου.
Έτσι, το Σύνταγμα υπερέχει του κοινού νόμου λόγω του περιεχομένου των συνταγματικών κανόνων οι οποίοι ρυθμίζουν την οργάνωση της εξουσίας, θεσπίζουν τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα του πολίτη.
Το Σύνταγμα μπορεί να θεσπίζει περιορισμούς της αναθεωρητικής διαδικασίας, η οποία διακρίνεται σε φάσεις. Οι περιορισμοί της αναθεωρητικής διαδικασίας είναι δυνατόν να αφορούν στο χρόνο της αναθεώρησης. Για παράδειγμα, το ισχύον Σύνταγμα του 1975/86/2001/2008, απαγορεύει την αναθεώρηση του Συντάγματος πριν περάσει πενταετία από την ολοκλήρωση της προηγούμενης.
Είναι επίσης δυνατόν το Σύνταγμα να θέτει περιορισμούς αναφορικά με το ουσιαστικό περιεχόμενο της αναθεώρησης. Έτσι, το Σύνταγμα του 1975/86/2001 προβλέπει συγκεκριμένα τις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις, εκείνες που καθορίζουν την μορφή του πολιτεύματος, επί μέρους διατάξεις που αφορούν στα ατομικά δικαιώματα και την αρχή διάκρισης των λειτουργιών.
Η τυπική διαδικασία αναθεώρησης συναρτάται από τη φύση του πολιτεύματος και προβλέπει τρεις φάσεις:
Η πρώτη φάση αφορά στην πρωτοβουλία για την αναθεώρηση, η οποία στα δημοκρατικά πολιτεύματα ανήκει είτε στο εκτελεστικό όργανο, είτε στο εκτελεστικό και στο νομοθετικό από κοινού, είτε στο νομοθέτη, είτε στα συστήματα άμεσης δημοκρατίας, στο λαό.
Η δεύτερη φάση αφορά στης κατάρτιση του αναθεωρητικού κειμένου, η οποία στα δημοκρατικά πολιτεύματα, γίνεται από το νομοθέτη, ή από ειδική αναθεωρητική συνέλευση.
Η τρίτη φάση αφορά στην έγκριση της αναθεώρησης, η οποία αποδίδεται είτε με δημοψήφισμα (στα αυταρχικά καθεστώτα), είτε από το Κοινοβούλιο είτε με δημοψήφισμα από το λαό. Με βάση το ισχύον Σύνταγμα του 1975/86/2001/2008, αρμόδιο όργανο είναι η Βουλή.
Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα του Ελληνικού Συντάγματος, οι διατάξεις του υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και από τις διατάξεις συγκεκριμένων άρθρων που αναφέρονται ρητά στο ίδιο το ισχύον Σύνταγμα.
Η αναθεωρητική διαδικασία διακρίνεται σε δύο φάσεις: H ανάγκη της αναθεώρησης του Συντάγματος διαπιστώνεται με απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται, ύστερα από πρόταση τουλάχιστον 50 βουλευτών, με πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των μελών της σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον έναν μήνα. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν.
Σύμφωνα με το άρθρο 119 του Κανονισμού της Βουλής οι προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος υποβάλλονται γραπτώς στη Βουλή από τους τουλάχιστον 50 βουλευτές, που προσδιορίζουν τις αναθεωρητέες διατάξεις οι οποίες συνοδεύονται από αιτιολογική έκθεση.
Μετά την υποβολή τους οι προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος ανακοινώνονται στη Βουλή, διανέμονται τυπωμένες στους βουλευτές και παραπέμπονται για εξέταση σε Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, που συνιστάται από τον Πρόεδρο της Βουλής. Ακολούθως, η Βουλή ορίζει, μετά από πρόταση του Προέδρου της (και με τη συνήθη πλειοψηφία, δηλ. την πλειοψηφία των παρόντων εφόσον είναι περισσότεροι από το 1/4 του όλου), προθεσμία για την υποβολή της έκθεσης της Επιτροπής Αναθεώρησης.
H απόφαση της Βουλής που διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος και καθορίζει ειδικά τις αναθεωρητέες διατάξεις λαμβάνεται με δύο ονομαστικές ψηφοφορίες, που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον έναν μήνα και με τις πλειοψηφίες που προαναφέρθηκαν. H δεύτερη ψηφοφορία αφορά τις ίδιες διατάξεις που εγκρίθηκαν κατά την πρώτη ψηφοφορία. Έτσι ολοκληρώνεται η πρώτη φάση.
Η επόμενη Βουλή, η οποία αποκαλείται Αναθεωρητική, κατά την πρώτη σύνοδό της, αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις, εφόσον η ανάγκη αναθεώρησης είχε αποφασιστεί με την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5. Αν όμως η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος έλαβε την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151) κατά την πρώτη φάση, όχι όμως και την πλειοψηφία των 3/5, η επόμενη Βουλή κατά την πρώτη σύνοδό της μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις με την πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των μελών της. Αποδέχεται, δηλαδή την εντολή της αναθεώρησης, αλλά μπορεί να αποφασίσει ένα νέο μείγμα αναθεωρητέων διατάξεων.
Κάθε ψηφιζόμενη αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε δέκα ημέρες αφότου επιψηφιστεί από τη Βουλή και τίθεται σε ισχύ με ειδικό ψήφισμά της.
Μετά την περάτωση της αναθεωρητικής διαδικασίας και τη δημοσίευσης του Ψηφίσματος της Αναθεώρησης, η Αναθεωρητική Βουλή μετατρέπεται σε απλή και συνεχίζει της συνήθεις εργασίες της.-