Ο Δημήτρης Νικολακόπουλος ανήκει στην πολυσυζητημένη γενιά του Πολυτεχνείου. Σπούδασε μαθηματικός στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εργαστεί ως: Φροντιστής μαθηματικών, Κειμενογράφος σε τηλεπαιχνίδι, Ραδιοφωνικός παραγωγός περιφερειακού ραδιοφωνικού σταθμού της ΕΡΤ Εκδότης τοπικής εφημερίδας, Δημοσιογράφος. Για μια εικοσαετία υπεύθυνος Κέντρου Λαϊκής Επιμόρφωσης Επιστημονικός Υπεύθυνος σε πλήθος προγραμμάτων εκπαίδευσης ενηλίκων Διευθυντής Κατάρτισης. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται από τη δεκαετία του ΄80 δυο βιβλία μαθηματικών (εκτός κυκλοφορίας) και μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ…
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Έχετε σπουδάσει μαθηματικός, εργαστήκατε ως μαθηματικός αλλά δεν σταματήσατε εκεί. Ασχοληθήκατε ως κειμενογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, εκδότης τοπικής εφημερίδας, δημοσιογράφος κ.α. Πως προέκυψαν όλες αυτές οι ενασχολήσεις;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Έπρεπε να βρω μια δουλειά να κάνω. Θέλω να πιστεύω ότι υπηρέτησα την Παραπαιδεία με επιτυχία, από τότε που ήμουν ακόμα φοιτητής. Όταν πήρα πτυχίο άνοιξα δικό μου φροντιστήριο για δέκα ολόκληρα χρόνια. Στη συνέχεια εργάστηκα στην Εκπαίδευση Ενηλίκων ως υπεύθυνος κέντρου Λαϊκής Επιμόρφωσης, επιστημονικός υπεύθυνος προγραμμάτων κατάρτισης, διευθυντής κατάρτισης νομαρχιακού Κέντρου Επαγγελματικής Κατάρτισης. Παράλληλα έκανα και τα όσα άλλα αναφέρατε.
Μ.Γ.: Επιπλέον καταπιάνεστε και με τη συγγραφή βιβλίων. Τι σας ώθησε προς τη συγγραφή;
Δ.Ν.: Είμαι παιδί βιβλιοπωλών και η σχέση μου με τα βιβλία ξεκίνησε πολύ νωρίς. Η δε σχέση μου με τη συγγραφή από τα εφηβικά μου χρόνια με χρονογραφήματα σε επαρχιακή εφημερίδα, ποιήματα, διηγήματα, αφηγήματα κλπ
Ως φοιτητής βάλθηκα να αλλάξω τον κόσμο διαβάζοντας βιβλία που αναφέρονταν σε επαναστατικές ιδέες και στην πολιτική. Λίγο αργότερα, στη μεταπολίτευση, κατάλαβα ότι για να αλλάξουν οι κοινωνίες δεν έφτανε το διάβασμα, ούτε καν η βία – έπρεπε να το θέλουν και οι άνθρωποι.
Το πρώτο μυθιστόρημά μου (ΧΡΥΣΟ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΑΘΥ) ήταν η διασκευή ενός σεναρίου που είχα γράψει για την τηλεόραση και δεν γυρίστηκε ποτέ. Το 2016, όταν αποφάσισα να ασχοληθώ αποκλείστηκα με τη συγγραφή, εκδόθηκε και το δεύτερο με τίτλο ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ.
Καταλαβαίνετε ότι το πάω απέξω – απέξω, διότι αδυνατώ να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω απάντηση, γιατί ούτε που κατάλαβα πώς προέκυψε ο έρωτάς μου με τη συγγραφή. Δεν ήταν ξαφνικός. Πάντως, είναι παλιός.
Μ.Γ.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας «Η μελωδία της αμαρτίας». Τι κρύβεται πίσω από τον τίτλο;
Δ.Ν.: Η μελωδία και η αμαρτία είναι δυο από τις λέξεις που θεωρώ ότι κρύβουν πολύ μαγεία και ταυτόχρονα μεγάλες αλήθειες.
Μ.Γ.: Σε ποιο είδος μουσικής θα τοποθετούσατε τη μελωδία της αμαρτίας;
Δ.Ν.: Σαν εκείνη που έπαιζαν οι σάτυροι με τους αυλούς για να χορεύουν οι νεράιδες, σαν τις σονάτες των ρομαντικών, σαν τον λυγμό ενός τζαζ κουαρτέτου τη νύχτα που δεν αντέχει άλλο πια και τραγουδάει τα τελευταία του λίγα λεπτά πριν την αυγή.
Μ.Γ.: Το βιβλίο σας είναι κοινωνικό-αστυνομικό με ελάχιστη συμμετοχή της αστυνομίας. Πως το εμπνευστήκατε;
Δ.Ν.: Τα αστυνομικά είναι μια ειδική κατηγορία κοινωνικών μυθιστορημάτων, αυτό πιστεύω εγώ. Τώρα, αν η συμμετοχή ή μη της αστυνομίας θεωρείτε κριτήριο για χαρακτηριστεί ένα μυθιστόρημα αμιγώς αστυνομικό, τότε έχετε δίκιο. Η Μελωδία της Αμαρτίας είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή και κινηματογραφική γραφή. Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, η πιο γνωστή συγγραφέας όλων των εποχών, η Άγκαθα Κρίστι, δεν έγραψε αστυνομικές ιστορίες, διότι η συμμετοχή της αστυνομίας στα βιβλία της είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Μ.Γ.: Η ιστορία που αφηγείστε διεξάγετε στη σύγχρονη εποχή. Τι θέλετε να περάσει στον αναγνώστη πέρα από μια καλογραμμένη ιστορία;
Δ.Ν.: Η πρόθεσή μου ήταν να γράψω, με απλό τρόπο, για τα πρότυπα των ιδεών και των αντιλήψεων που, σαν μικρές αλλόκοσμες μουσικές, μας διαολίζουν χαϊδεύοντας σαγηνευτικά και υστερόβουλα τους νευρώνες του εγκεφάλου μας, ελέγχοντάς έτσι υποσυνείδητα τις πράξεις μας και καθοδηγώντας τα βήματά μας στη ζωή. Η ελεύθερη βούληση είναι ένας μύθος στον οποίο πιστεύουμε γιατί έτσι μας βολεύει, συχνά δε τη συγχέουμε με το δικαίωμα της επιλογής.
Η Μελωδία της Αμαρτίας έχει πολλές αναγνώσεις. Όπως όλοι γνωρίζουμε, το κλασικό μοντέλο αστυνομικού μυθιστορήματος είναι: Έγκλημα – έρευνα – σύλληψη – τιμωρία (κάθαρση). Ο αναγνώστης θα καταλάβει από την αρχή ότι, σε αυτό το μυθιστόρημα, ο θρίαμβος του καλού εναντίον του κακού δεν μου αρκεί. Επιχειρώ να γκρεμίζω τα είδωλα, να ρίξω τα χάρτινα τείχη των θεωριών σπάζοντας τα ταμπού, για να φανεί τι είναι εκείνο που οπλίζει το χέρι των δολοφόνων και ποιες είναι οι κοινωνικές συνθήκες που γεννούν ακραίες και εγκληματικές συμπεριφορές. Υπό αυτή την οπτική γωνία, πολύ σωστά το χαρακτηρίσατε ως κοινωνικό – αστυνομικό. Συμφωνώ απολύτως!
Μ.Γ.: Η ιστορία του βιβλίου αρχίζει με τον τρόπο που κάποιος μπορεί ν΄ αποφύγει τα capital controls. Έχετε βασίσει την αφήγησή σας σε πραγματικά γεγονότα;
Δ.Ν.: Αυτό το κόλπο είναι πολύ καλό για να ΄ναι αληθινό!.. Αυτός ο τρόπος παράκαμψης των ελέγχων κεφαλαίου είναι συγγραφικής έμπνευσης. Τον σκέφτηκα όταν έπρεπε να δώσω απάντηση στο ερώτημα τι θα έκανα εγώ αν, πρώτον, είχα τα τόσα εκατομμύρια των ηρώων μου, και δεύτερον αν ήθελα να τα βγάλω στο εξωτερικό. Επινόησα λοιπόν αυτή την απάτη, που έχουν την ευκαιρία να μάθουν και οι αναγνώστες διαβάζοντας το βιβλίο.
Δ.Ν.: Διότι παρουσιάζουν συγγραφικό ενδιαφέρον. Ποιος θα έβρισκε συναρπαστική την καθημερινότητα ενός χαμηλόβαθμου δημοσίου υπαλλήλου, ή οι ανύπαρκτες φιλοσοφικές αναζητήσεις ενός φτωχού πλην, όμως, τίμιου εργάτη; – συγγραφικά εννοώ. Είναι εξαιρετικά δύσκολο (όχι αδύνατο) να βρεις διακριτούς χαρακτήρες στις τάξεις αυτές.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι πιο πολλοί διαβάζουν για να ξεκουραστούν, ξεφεύγοντας από την καθημερινότητα, με εργαλείο την παλιά δοκιμασμένης μέθοδο της ανάγνωσης, μερικοί για να αμυνθούν στην “αρρώστια” των κοινωνικών δικτύων, και πού και πού εμφανίζεται και κάποιος περίεργος που επιμένει ότι διαβάζει για να μάθει. Οι όμορφοι, οι πλούσιοι και οι ωραίοι αρέσουν, όπως και να το κάνουμε. Ο βίος και οι σκοτούρες των αστών και των διανοουμένων κεντρίζουν το ενδιαφέρον όλων μας. Η αλήθεια να λέγεται.
Δ.Ν.: Εκείνο που πιστεύω είναι ότι οι άνθρωποι γεννιούνται γεμάτοι συναίσθημα και καθόλου λογική. Μεγαλώνοντας αποκτούν τη δυνατότητα να σκεφτούν, να συγκρίνουν, να βγάλουν συμπεράσματα. Να σκεφτούν λογικά δηλαδή και όχι να δρουν βασισμένοι αποκλειστικά και μόνο στα ένστικτα τους. Με λίγα λόγια, πιστεύω ότι ο άνθρωπος γεννιέται άλογος και μεγαλώνοντας γίνεται λογικός. Όταν πλησιάσει στο γήρας δε, η λογική του γίνεται απλή, πολύ απλή και υποχωρεί έναντι του συναισθήματος ξανά.
Το συναίσθημα, από τη φύση του, είναι πιο ισχυρό από τη λογική, διότι είναι αρχέγονο, έμφυτο. Θα έχετε παρατηρήσει ότι όταν οι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά σε προβλήματα που φαντάζουν ανυπέρβλητα, η ικανότητά τους να τα βάλουν όλα σε μια λογική σειρά και να αντιδράσουν με ψυχραιμία ατονεί. Αντιδρούν ενστικτωδώς, φορτισμένοι συναισθηματικά.
Μ.Γ.: Ποια είναι τα συναισθήματα που εναλλάσσονται μεταξύ των ηρώων σας;
Δ.Ν.: Έρωτας – μίσος! Πόθος – πάθος! Συμφέρον, παντού…
Μ.Γ.: Πως χρησιμοποιούν την αγάπη και τον έρωτα οι ήρωες του βιβλίου σας;
Δ.Ν.: Άλλοτε υστερόβουλα κι άλλοτε αγνά, άλλοτε με ένταση κι άλλοτε υποτονικά, άλλοτε ψεύτικα κι άλλοτε αληθινά. Πάντα όμως στην πιο απλή μορφή τους, δίχως φιοριτούρες.
Μ.Γ.: «Το δικό μου πεπρωμένο είναι η επιτυχία» αναφέρει η Ελίνα. Ποιο είναι το ζητούμενο κάθε ήρωά σας;
Δ.Ν.: Αναφερόμενος στους κύριους χαρακτήρες τις ιστορίας, θα έλεγα ότι ο πολιτικός αποζητά όλο και πιο υψηλά δημόσια αξιώματα, η δημοσιογράφος αποζητά την διαλεύκανση της δολοφονίας ικανοποιώντας έτσι την εμμονή της με τα μυστήρια, η επιχειρηματίας φίλη της, όπως σωστά αναφέρατε, θεωρεί ότι το δικό της πεπρωμένο είναι η οικονομική επιτυχία, ο γιατρός φίλος τους που βρίσκεται εγκλωβισμένος στα συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών, είναι ο πιο εγκρατής. Πιστεύει ότι το μόνο που θα τον ολοκλήρωνε είναι ο γάμος του με την Ελίνα. Η χαμένη, στο πέλαγος των ψυχολογικών τραυμάτων της, Αφροδίτη, προσπαθεί να κατανοήσει τις μικρές σατανικές μουσικές που ακούει μέσα της, άλλοτε φάλτσα κι άλλοτε βαρετά, και δεν το έχει καταφέρει ακόμα. Δεν ξέρει τι είναι εκείνο που ακούει, το μόνο που μπορεί να πει με σιγουριά είναι αν της αρέσει ή δεν της αρέσει. Αντιδρά με οδηγό το ένστικτο, στα τυφλά. Αρκεί να βγάλει την ενέργεια που την τυραννάει εγκλωβισμένη στα σωθικά της. Δεν είναι περισσότερο κακιά από τους άλλους, ούτε περισσότερο αμαρτωλή. Τα ένοχα συναισθήματά της εξαφανίζονται αμέσως μόλις καταλάβει τους κανόνες του παιχνιδιού. Τέλος, για τον συνοδό κυριών δεν έχω να πω πολλά, το ζητούμενο γι΄ αυτόν είναι η καλή ζωή με το αζημίωτο.
Μ.Γ.: «Υπάρχουν μερικά λάθη που ούτε διορθώνονται ούτε συγχωρούνται, μόνο πληρώνονται» είναι λόγια της Αφροδίτης. Έρχεται η μέρα που εξοφλούνται;
Δ.Ν.: Τέτοια λάθη, σαν αυτά στα οποία αναφέρεται η Αφροδίτη – και που συνήθως τα χαρακτηρίζουμε μοιραία λάθη ζωής για να τονίσουμε τη σοβαρότητά τους – τα πληρώνει όποιος τα κάνει σε όλη του τη ζωή. Δεν ξεπερνιούνται όλα, ούτε συγχωρούνται όλα. Όταν η πληγή είναι βαθειά όσο κι αν επουλωθεί πάντα αφήνει μεγάλη ουλή, και η ουλή σε σημαδεύει για πάντα. Μόνο οι ψυχίατροι προσπαθούν έντεχνα να πείσουν τους ασθενείς τους ότι όλα διορθώνονται με την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.
Μ.Γ.: Ποια ανάγκη έστρεψε την Αφροδίτη να καλύψει το συναισθηματικό της κενό βρίσκοντας την ηδονή στις απαγορευμένες πράξεις;
Δ.Ν.: Η ανάγκη απεγκλωβισμού της από το συναισθηματικό αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε.
Μ.Γ.: «Το πόσο εύκολα προσαρμόστηκαν στις αλλαγές των καιρών αυτοί οι τύποι της γενιάς του Πολυτεχνείου, είναι άξιον θαυμασμού. Πρωτοφανές!» γράφετε. Ως ενήλικας που προέρχεστε από τη γενιά του Πολυτεχνείου που αποδίδετε αυτή την προσαρμογή;
Δ.Ν.: Στην οικονομική άνθιση στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Στη διαφορά μεταξύ θεωρίας και πράξης. Διαβάσαμε, διαμαρτυρηθήκαμε, επαναστατήσαμε, διαδηλώσαμε, φάγαμε ξύλο (δικαίωμά μας, καλά κάναμε) και το “ευχαριστηθήκαμε”, ταυτόχρονα όμως καταλάβαμε πώς παίζεται το παιχνίδι. Έτσι, όταν άρχισε να βρέχει λεφτά, αποφύγαμε να βαστάμε ομπρέλες. Αυτό κάναμε οι πολλοί, είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες, είτε ως δημόσιοι υπάλληλοι.
Υπήρξαν όμως και δυο ολιγομελείς ομάδες που πήραν άλλους δρόμους. Την μια ομάδα αποτελούσαν όσοι έγιναν πολιτικοί ή κατέλαβαν πολιτικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και στα ΜΜΕ (είναι αυτοί οι κύριοι και οι κυρίες που επιμένουν να ισχυρίζονται ότι τα ξέρουν όλα) – αυτούς τους τρώμε στη μάπα κάθε μέρα. Η άλλη ομάδα (των ξεχασμένων) ήταν εκείνοι που δεν προσαρμόστηκαν, δεν συμβιβάστηκαν και συνέχισαν τον αγώνα για κοινωνική και τη δική τους πολιτική αλλαγή – οι ρομαντικοί της επανάστασης! Ποιας επανάστασης; Θα σας πω. Το φοιτητικό κίνημα του εβδομήντα – εβδομήντα τρία δεν είχε στόχο μόνο την πτώση της χούντας. Αυτός ήταν ένας από τους στόχους του που, συμπτωματικά (;) ταυτιζόταν με τη βούληση των αμερικανών συμμάχων. Υπήρξαν κι άλλοι, βαθύτεροι στόχοι, που αποσιωπήθηκαν από τις νεολαίες των κομμάτων που δημιουργήθηκαν εκ των υστέρων. Αυτοί οι ανένταχτοι, διανοούμενοι κυρίως, παρέμειναν στα πέριξ, λαβωμένοι βαριά από την ήττα, κι έζησαν στο περιθώριο μέχρι που, κάποιοι από αυτούς, όταν ήρθε η ώρα τους έφυγαν νωρίς και με την ψυχή σμπαράλια.
Μ.Γ.: Υπάρχει φιλική ή συγγενική σχέση μεταξύ των ηρώων σας. Εκμετάλλευση του ενός από τον άλλον υπάρχει ;
Δ.Ν.: Υπάρχει. Η εκμετάλλευση δεν είναι μόνον οικονομική, μπορεί να είναι και συναισθηματική.
Μ.Γ.: Ως που μπορούν να φτάσουν για να επιτύχουν τους σκοπούς τους;
Δ.Ν.: Στην ιστορία αυτού του βιβλίου, φτάνουν μέχρι τα άκρα.
Μ.Γ.: Ποιο είναι το κίνητρο της Εύας στην έρευνα που πραγματοποιεί, η αποκάλυψη της αλήθειας, η προστασία αγαπημένων της προσώπων ή η προσωπική της ικανοποίηση;
Δ.Ν.: Στην αρχή ενδιαφέρθηκε χάρη της φίλης της. Στη συνέχεια όμως, όταν το ενδιαφέρον των περισσοτέρων είχε ξεθυμάνει, εκείνη συνέχισε από πείσμα, ορμώμενη από την εμμονή της με τα μυστήρια.
Μ.Γ.: «Όλα γίνονται με τα λεφτά και όλα γίνονται για τα λεφτά» απευθύνει ο Ντίντης στην Εύα. Οι δολοπλοκίες έχουν την πρώτη θέση στη σκέψη των ηρώων σας. Τελικά, όλα έχουν την τιμή τους σύμφωνα με τις αποκαλύψεις που υπάρχουν στην ιστορία που αφηγείστε;
Δ.Ν.: Τιμή έχουν όλα. Δεν εξαγοράζονται όμως όλα με τα λεφτά. Οι υλικές αξίας ναι, μπορεί. Οι άυλες, ηθικές, συναισθηματικές αξίες όμως όχι! Έτσι πιστεύω. Και εύχομαι να έχω δίκιο.
Μ.Γ.: Σας ευχαριστώ πολύ για την παραχώρηση της συνέντευξης και σας εύχομαι καλοτάξιδο το βιβλίο σας.
Δ.Ν.: Εγώ σας ευχαριστώ. Να είστε καλά.
*Το μυθιστόρημα «Η μελωδία της αμαρτίας» του Δημήτρη Νικολακόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός.
Γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Μεγάλωσε στην Αθήνα όπου ζει μέχρι σήμερα και εργάσθηκε ως τραπεζοϋπάλληλος. Στο παρελθόν ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με την φωτογραφία ενώ τώρα ζωγραφίζει και παράλληλα γράφει. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές.
Τον Μάιο του 2012 κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Σου γράφω…», τον Σεπτέμβρη 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ και τον Ιούνιο του 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο της ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ από τις εκδόσεις ΄Οστρια. Επίσης, το παραμύθι της «Το ψαράκι του βυθού» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Παραμύθια και Μαμάδες» εκδόσεις Βερέττα 2015. Τον Ιούνιο 2017 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της ΑΛΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ από την Εμπειρία Εκδοτική. Το 2019 θα κυκλοφορήσει το νέο της μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Ωκεανός.
Την περίοδο 2011-2012 υπήρξε ραδιοφωνική παραγωγός στο magicradiolive. Από τον Νοέμβρη 2014 συνεργάζεται με το now24.gr και έχει πραγματοποιήσει πάνω από τριακόσιες συνεντεύξεις. Το 2016 συμμετείχε στην τηλεοπτική εκπομπή ΚΑΛΩΣ ΤΟΥΣ πραγματοποιώντας συνεντεύξεις σε ανθρώπους των τεχνών. Το διάστημα Ιούλιος 2017 έως Μάρτιος 2018 διετέλεσε Διευθύντρια Σύνταξης του on line Πολιτιστικού Περιοδικού Books and Style.
Μεγάλη της αγάπη είναι το θέατρο με το οποίο ασχολείται ερασιτεχνικά.