Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
akontogiannidis@yahoo.gr
Διάλεξα σήμερα, ημέρα ίδρυσης της ΕΟΚΑ, να παρουσιάσω την « κοπέλα της σημαίας!» Έτσι ξέρουν στην Κύπρο την Παμπίτσα (Πίτσα) Κωνσταντίνου- Αραπίδου. Το κορίτσι που έραψε τη σημαία με τα εσώρουχα της στο κελί των φυλακών! Τη σημαία, που κάποιοι ανεγκέφαλοι ποδοπατούν και καίνε…
Η Πίτσα είναι ηρωίδα και δεν το παραδέχεται, γιατί θεωρεί ήρωες τον Παλληκαρίδη και τους άλλους που εκτελέστηκαν… Ας δούμε όμως, πώς το 17χρονο αυτό κοριτσόπουλο, έφτιαξε μέσα στο κελί το εθνικό μας λάβαρο και αφήστε την συγκίνηση να σας πλημμυρίσει…
«Στη φυλακή δεχόμασταν μόνο στενούς συγγενείς, μια φορά το μήνα με συρματόπλεγμα στη μέση να μας χωρίζει. Είχα πάθος με την Ελλάδα, και μια νύχτα στη μοναξιά του κελιού, σκέφτηκα, πως όταν αποφυλακιστώ, θα ήθελα να βγω κρατώντας την ελληνική σημαία. Έτσι μου ήρθε η ιδέα… Στο επισκεπτήριο έλεγα στη μάνα μου να μου φέρνει εσώρουχα (κομπινεζόν και βρακιά), μόνο άσπρα και γαλάζια. Επέμενα και εκείνη απορούσε…
Είχαμε μετατρέψει ένα κελί σε εκκλησιά. Ερχόταν ο παπάς κάθε Κυριακή μας ευλογούσε και από εκεί έπαιρνα κεριά, τα άναβα κρυφά στο κελί και άρχισα να κόβω τα εσώρουχα σε λωρίδες. Δυο χρόνια με το φως του κεριού έραβα τη σημαία!…»
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, έφεραν την αμνηστία, με απελευθέρωση των κρατουμένων. Στην πύλη των φυλακών, συγγενείς αδημονούν…
« Μέσα στην αγωνία μου, έψαχνα κοντάρι να δέσω τη σημαία. Σε μια γωνιά βλέπω το σκουπόξυλο της καθαρίστριας, το άρπαξα, έδεσα τη σημαία με κομμάτια κορδέλας. Καθώς άκουγα να φωνάζουν «ζήτω οι ήρωες και οι ηρωίδες», τη σήκωσα ψηλά και προχώρησα στην έξοδο… Τα δάκρυα μου έτρεχαν ποτάμι… ΄Επεσα στην αγκαλιά των δικών μου και από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα…»
Το αίμα των νέων έβραζε τότε από πατριωτισμό και όταν άκουγαν ΕΟΚΑ, όλοι ήθελαν να στρατευθούν.
« Την 1-4-1955, σποραδικές εκρήξεις συγκλονίζουν το νησί και με προκηρύξεις ο Γρίβας αρχίζει τον ένοπλο αγώνα. Με τη συμμαθήτριά μου Ρίτα Ανθούλη, θέλαμε να μπούμε στην ΕΟΚΑ αλλά ήταν αόρατη. Κάποιος που μας άκουσε, μας πλησίασε, μας εξήγησε πως για να γίνουμε δεκτές « θα χρειαστεί να αντέξουμε σε σκληρές δοκιμασίες». Δεχτήκαμε και μας οδήγησε σε παλιόσπιτο ενός χωριού και ορκιστήκαμε «πίστη στην πατρίδα» και «δε θα προδώσουμε ποτέ».
Στην αρχή ρίχναμε προκηρύξεις, μεταφέραμε επιστολές και πυρομαχικά στους αντάρτες. Εκεί γνωρίσαμε τον Νίκο Σαμψών, τολμηρό, αδίστακτο παλικάρι! Τον εκτιμούσα πολύ, αλλά η στάση του στο πραξικόπημα, με απομάκρυνε, έκοψα την καλημέρα και δεν τον ξανάδα.
Οι γονείς μου δεν ξέρανε τίποτα. Η αδελφή μου κάτι υποψιάστηκε: «Καταραμένη πού ήσουν πάλι; Τι έκανες; Πάλι πράσινη είσαι!» μου είπε όταν με αντίκρισε φοβισμένη.
Όταν τέθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας στους άνδρες, ο Γρίβας διέταξε να δράσουν οι γυναίκες. Μας διέταξαν να βάλουμε δυο βόμβες σε αγγλικό στόχο και ο Σαμψών μας απέτρεψε γιατί θα κινδυνεύαμε. Τις πήρα στην τσάντα και με το αυτοκίνητο της Ρίτας ξεκινήσαμε. Αφού περάσαμε δυο μπλόκα, στο τρίτο ο άγγλος στρατιώτης έψαξε την τσάντα μου και τρόμαξε σαν τις είδε! Εμείς γελούσαμε επίτηδες, για να θολώσουμε τα νερά…
Μας συνέλαβαν, έφαγα το ξύλο της αρκούδας! Δεν ομολόγησα κι επέμενα: «βάλατε στην τσάντα τις βόμβες για να με ενοχοποιήσετε». Στις 3-12-56 μας δίκασαν με πρόεδρο του δικαστηρίου τον σέρ Μπέρναρντ Σό ( τι τραγική ειρωνεία η απλή συνωνυμία!) Συνήγοροι μου οι Γλαύκος Κληρίδης, Τάσος Παπαδόπουλος και Ρολάνδης. Με καταδίκασαν επτά χρόνια και τη Ρίτα δύο»
Ο μεγάλος της καημός!
«Στις φυλακές, όταν θα εκτελούσαν τον Παλληκαρίδη και τον οδηγούσαν στην αγχόνη, ξεσηκωθήκαμε στα κελιά να του συμπαρασταθούμε, στις στερνές στιγμές του. Φωνάζαμε «θάρρος Βαγορή! Θάρρος Παλληκαρίδη!» Και μας απαντούσε: «Θάρρος σε σας, να συνεχίσετε την αγώνα». Μετά από λίγο ακούστηκε ο γδούπος από το κρέμασμα… Απ’ όλα τα κελιά άκουγες θρήνους… ήταν μόνο 18 χρόνων! Παλικάρι! Δεν μπορώ να χωνέψω, ότι πολεμήσαμε, αγωνιστήκαμε, άλλοι εκτελέστηκαν, για τη λευτεριά μας! Και η χώρα μου εξακολουθεί να είναι διχοτομημένη… Αυτόν τον καημό έχω μέσα μου και είναι αγιάτρευτος…»
*To άρθρο δημοσιεύτηκε στη Real News.